Σαν βλέπω ένα αγόρι κι ένα κορίτσι
και μαντεύω ότι ο τύπος την πηδάει
και ότι εκείνη παίρνει το χάπι ή φοράει διάφραγμα
Ξέρω ότι έχουν βρει τον παράδεισο
Που κάθε γέρος ονειρευόταν όλη του τη ζωή –
Δεσμοί και χειρονομίες που αποσύρθηκαν
Σαν ξεχαρβαλιασμένη θεριζοαλωνιστική μηχανή
ενώ κάθε νέος κυλά στη μεγάλη τσουλήθρα
και μαντεύω ότι ο τύπος την πηδάει
και ότι εκείνη παίρνει το χάπι ή φοράει διάφραγμα
Ξέρω ότι έχουν βρει τον παράδεισο
Που κάθε γέρος ονειρευόταν όλη του τη ζωή –
Δεσμοί και χειρονομίες που αποσύρθηκαν
Σαν ξεχαρβαλιασμένη θεριζοαλωνιστική μηχανή
ενώ κάθε νέος κυλά στη μεγάλη τσουλήθρα
Της ευτυχίας, ασταμάτητα. Αναρωτιέμαι,
Αν κανείς πριν σαράντα χρόνια, με κοίταξε και σκέφτηκε
Έτσι θα ’ναι η ζωή
Ούτε Θεός πια, ούτε να ιδρώνεις στο σκοτάδι
Για την κόλαση και τα ρέστα, ούτε να κρύβεις
Τι σκέφτεσαι για τον παπά. Αυτός και το συνάφι του
θα γλιστρήσουν στη μεγάλη τσουλήθρα
Σαν ελεύθερα βρωμοπούλια. Και άξαφνα
Αντί για λέξεις έρχεται στο νου η σκέψη ενός ψηλού παραθύρου
Το γυαλί που καταβροχθίζει τον ήλιο
Και πέρα από αυτό, το απέραντο γαλάζιο,
Που δεν φανερώνει τίποτα, δεν έχει τέλος, και δεν είναι πουθενά.
~
μετφ. Σπύρος Δόικας