ΗΜΙΧΟΡΟΣ Ι
Στης ελπίδας το μούχρωμα,
Όπως οι ήσκιοι του ονείρου,
Δοξασμένοι παράδεισοι του υγρού λάμπουν απείρου:
Τι νησιά καθαρόσχημα
Κάτου απ’ τον βραδυνόν ουρανόν ξεχωρίζουν,
Κ’ ευωδιές και φλοισβήματα των γιαλών τους χαρίζουν!
Σαν αυγή μέσα στ’ όνειρο,
Στης ελπίδας το μούχρωμα,
Όπως οι ήσκιοι του ονείρου,
Δοξασμένοι παράδεισοι του υγρού λάμπουν απείρου:
Τι νησιά καθαρόσχημα
Κάτου απ’ τον βραδυνόν ουρανόν ξεχωρίζουν,
Κ’ ευωδιές και φλοισβήματα των γιαλών τους χαρίζουν!
Σαν αυγή μέσα στ’ όνειρο,
Μες στο θάνατο ελπίδα,
Μέσα στης φυλακής μας τους τοίχους αχτίδα:
Η Ελλάδα, που κάποτες ήταν σαν πεθαμένη,
Να την πάλι σηκώνεται, να την πάλι προβαίνει!
Ο ΧΟΡΟΣ
Τον κόσμο η δόξα ξαναζώνει,
Τα χρυσά χρόνια ξαναζούν,
Η γη σα φίδι ξανανιώνει,
Τα χιόνια σβύνουν και περνούν:
Γελούν τα ουράνια και γιορτάζουν,
Και, σα συντρίμια στ’ όνειρό σου, θρησκείες και κράτη αχνοφαντάζουν.
Νέα Ελλάδα ορθώνει τα βουνά της
Μέσα από ολόλαμπρα νερά.
Προς την αυγή ο Πηνειός, περάτης,
Κυλάει τα ρείθρα του λαμπρά.
Τα όμορφα Τέμπη εκεί που ανθούνε
Οι νιες Κυκλάδες, απλωμένες σε βάθη ηλιόχαρα, υπνοζούνε.
Μια Αργώ αψηλή το κύμα σκίζει,
Με άθλους καινούργιους φορτωμένη.
Ορφέας καινούργιος κιθαρίζει,
Και, όλος αγάπη, κλαίει, πεθαίνει.
Νέος Οδυσσέας ξαναφήνει
Την Καλυψώ στο ερμόνησό της για της πατρίδας την ειρήνη.
Ω! ας μη γραφτεί πια το τραγούδι
Της Τροίας, της γης αν μοίρα ο Χάρος!
Σε λεύτερων χαράς λουλούδι
Του Λάιου η λύσσα ολέθριο βάρος,
Αν και μια δόλια Σφίγγα δίνει
Θανάτου αινίγματα που η Θήβα ποτές δε γνώρισε και κείνη.
Καινούργια Αθήνα θα προβάλει,
Και τους μακρύτερα καιρούς
Θε να φωτίσουν της τα κάλλη
Σα λιόγερμα τους ουρανούς.
Παρηγοριά θα τους αφήσει
Ό,τι μπορεί η γη να δεχτεί κι ό,τι ο ουρανός να της χαρίσει.
Έρωτας, Κρόνος, κοιμήθηκαν,
Μα θα ξυπνήσουν πιο αγαθοί
Απ’ όσα ταφοαναστηθήκαν
Ή λεύτερα έχουν γεννηθή:
Ούτε χρυσάφι, ούτε αίμα πια,
Μα μόνο δάκρυα στους βωμούς τους και σύμβολα-άνθη ευλαβικά.
Ω, πάψε! Να ξαναγυρίσουν
Μίσος και θάνατος στη γη;
Πάψε! Οι θνητοί στο αίμα να σβύσουν;
Μιας προφητείας πικρής πηγή;
Ω, κάλλιο ο κόσμος να χαλάσει,
Παρά στο φως να ξαναφέρει ό,τι βαργιά έχει τον κουράσει.
~
Σέλλευ, Ελλάς 1821,
μτφρ. Αναστάσιος-Μιλτιάδης Στρατηγόπουλος, Αθήνα 1932