Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.
΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;
Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
~
μετφρ. Νεοκλής Κυριάκου