Οι κοπέλες το γλυκοχάραμα , κατεβαίνουν στο νερό
όταν η θάλασσα απλωμένη ησυχάζει. Στο δάσος
το κάθε φύλο ανασκιρτά ενώ δισταχτικές προβάλλουν
πάνω στην αμμουδιά και κάθονται στην ακρογιαλιά. Ο αφρός
κάνει τα δικά του ζωηρά παιχνίδια.
Οι κοπέλες φοβούνται τα φύκια που είναι θαμμένα
κάτω από τους ίσκιους, που τους αρπάζουν τα πόδια και τις πλάτες:
όταν η θάλασσα απλωμένη ησυχάζει. Στο δάσος
το κάθε φύλο ανασκιρτά ενώ δισταχτικές προβάλλουν
πάνω στην αμμουδιά και κάθονται στην ακρογιαλιά. Ο αφρός
κάνει τα δικά του ζωηρά παιχνίδια.
Οι κοπέλες φοβούνται τα φύκια που είναι θαμμένα
κάτω από τους ίσκιους, που τους αρπάζουν τα πόδια και τις πλάτες:
όταν το σώμα είναι γυμνό. Βιαστικές ανεβαίνουν στην ακτή
και φωνάζουν τα ονόματά τους, κοιτώντας τριγύρω.
Ακόμη και οι σκιές στο βυθό της θάλασσας, στο σκοτάδι,
είναι τεράστιες και φαίνονται να κινούνται διστακτικές, αβέβαιες
σαν να γοητεύονται από τα σώματα που περνούν. Το δάσος
είναι ένα ήσυχο καταφύγιο, στον ήλιο που γέρνει,
αλλά αρέσει στις μελαχρινές κοπέλες
να κάθονται στο ύπαιθρο, στο σεντόνι.
Κάθονται όλες σταυροπόδι, σφίγγοντας το σεντόνι
στα πόδια, και κοιτάνε την απέραντη θάλασσα
όπως ένα λιβάδι το χάραμα. Μια τους θα τολμούσε
να ξαπλώσει γυμνή σ’ ένα λιβάδι; Από τη θάλασσα
θα αναπηδούσαν τα φύκια, που ακουμπάνε τα πόδια
για να αρπάξουν ξαφνικά και να τυλίξουν σφιχτά το σώμα που τρέμει
Υπάρχουν μάτια στην θάλασσα που κάποιες , φορές λάμπουν.
Η άγνωστη εκείνη ξένη, που τη νύχτα κολυμπούσε
μόνη και γυμνή, στο σκοτάδι, όταν αλλάζει το φεγγάρι,
χάθηκε μια νύχτα και δεν θα γυρίσει ποτέ πια.
Ήταν ψηλή και θα ’πρεπε να είναι λευκή εκτυφλωτική,
Έτσι όπως την προφτάσανε τα μάτια μες απ’ της θάλασσας τα βάθη.
[15 Αυγούστου 1935]
~
Μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς
Cesare Pavese Τα ποιήματα
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa
Cesare Pavese Τα ποιήματα
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa