Ο Επίκουρος και η φιλοσοφία της ευτυχίας (Ι)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας. Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα. Ήταν δεκαπέντε χρόνια νεώτερος από τον Μέγα Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και γεννήθηκε επτά χρόνια ύστερα από το θάνατο του Πλάτωνα.Ο πατέρας του καταγόταν από τον δήμο Γαργηττού, από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών και συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου. Ο Επίκουρος ανατράφηκε στην
κληρουχία της Σάμου («Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών… κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι» – Διογένης Λαέρτιος 10,1). Τόσο ο ευπατρίδης Πλάτων όσο και ο Επίκουρος είναι γνήσιοι Αθηναίοι και πρόλαβαν τα μεγαλεία της δημοκρατικής εποχής.
Σε ηλικία 18 ετών, μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών, και αγόρασε μια έκταση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή – τον γνωστό Κήπο του Επίκουρου. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο.
Η σχολή υπήρξε φτωχή, σε αντίθεση με άλλες όπως η ακαδημία του Πλάτωνα, οι οποίες διέθεταν άφθονα οικονομικά μέσα και την υποστήριξη ισχυρών αντρών. Όσο γνωρίζουμε, ο Επίκουρος δεν εισέπραττε τακτικά δίδακτρα από τους μαθητές του. Φίλοι και οπαδοί πρόσφεραν κάποια ποσά στον Κήπο και ο ίδιος ο δάσκαλος διέθεσε την περιουσία του για την αγορά και τη συντήρηση του. Σε μια γνωστή επιστολή προς το δούλο του Μυν, ο Έλληνας φιλόσοφος αναφέρεται στην ψυχική οδύνη που προκαλεί η φτώχεια, (το κατ’ ένδειαν αλγούν), και την ταραχή του ανθρώπου που από τον πλούτο πέφτει στη φτώχεια. (Ουκ ανάξιον φόβου το κατά μετάπτωσιν ενόχλημα). Βιοποριστικά προβλήματα αντιμετώπιζαν καθώς φαίνεται και οι μαθητές του Κήπου. Ο δούλος Μυς απελευθερώνεται μετά το θάνατο του δασκάλου, σύμφωνα με τη διαθήκη του.
«Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν».
«Δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».
—Επίκουρος, Κύριαι δόξαι εδ.5
Γνωριμία με τον Επίκουρο και την φιλοσοφία του (Youtube)
Ο Κήπος διαφέρει από τις άλλες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών (Ακαδημία, Λύκειο και Στοά), γιατί δεν αποτελεί κέντρο διεξαγωγής επιστημονικών ερευνών, αλλά πόλο έλξης προσώπων σχεδόν κάθε ηλικίας και προέλευσης που ζουν μια αυστηρά οργανωμένη ζωή ως μέλη μιας κοινότητας. Η σχολή του φιλοσόφου αποκτά πολλούς οπαδούς, τους οποίους βρίσκουμε αργότερα και στην ελληνιστική Μ. Ασία (Ιωνία), στη Συρία αλλά και στη Ρώμη (λ.χ. Φιλόδημος, Έρμαρχος, Μητρόδωρος, Διογένης Οινοανδέας, Λουκρήτιος). Για πέντε περίπου αιώνες, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ασχολούνται με τη λογική, τη φυσική και, ιδιαίτερα, με την ηθική και θέτουν ως σκοπό της φιλοσοφίας την αταραξία, που οδηγεί τον άνθρωπο σε ηρεμία και ψυχική γαλήνη, δηλαδή στην απελευθέρωση της ψυχής από τις κάθε είδους φροντίδες, τους φόβους και τα πάθη. Η φιλοσοφία του Επίκουρου στηρίζεται στη φιλία, που ενώνει μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας, η οποία πιθανόν αποτελεί το πρότυπο της πρωτοχριστιανικής κοινότητας της αγάπης [2]Σκοπός της φιλοσοφίας είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Ο άνθρωπος με τις ικανότητές του είναι αρκετός για να φτιάξει την ευτυχία του, αρκεί να λείψουν οι ενοχλήσεις, οι ανησυχίες και τα εμπόδια. Στη σκέψη των Επικούρειων, η ευτυχία κατεβαίνει κυριολεκτικά από τον Ουρανό στη Γη και ορίζεται ως η σταθερή κατάσταση σωματικής ευεξίας και η βέβαιη ελπίδα ότι θα διαρκέσει. Αφού φιλόδοξα έθεσε τέτοιους στόχους, η φιλοσοφία του Επίκουρου χρειάστηκε να απαντήσει σε άλλες αντίπαλες θέσεις οι οποίες είτε ανοιχτά στέκονταν εμπόδιο και τροχοπέδη στο δρόμο προς την ανθρώπινη ευδαιμονία, είτε ισχυρίζονταν ότι έχουν συναφείς σκοπούς. Όπως είναι γνωστό, για να συγκροτηθεί μια οποιαδήποτε φιλοσοφία, μια διανοητική κατασκευή δηλαδή, πρέπει να έχει στυλωμένο το μάτι στους αντιπάλους. Τα οχλούντα για τον Επικουρισμό είναι ο διάχυτος φόβος του θανάτου, ο φόβος που προέρχεται από ορισμένους θεούς και οι φιλοδοξίες που ξεπερνούν το φυσικό όριο, οι ματαιοδοξίες. Η επικούρεια φιλοσοφία θέλει λοιπόν να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, καθώς τους θεωρεί ως τις κύριες αιτίες της δυστυχίας των ανθρώπων· ως πράξη, έχει διακηρυγμένο σκοπό της να γαληνέψει τη μπόρα της ψυχής:
«Όλες μας οι πράξεις αυτό έχουν σκοπό, να παραμερίσουν τον πόνο και την ταραχή. Όταν αυτό το καταφέρουμε, γαληνεύει η μπόρα της ψυχής, γιατί ο άνθρωπος δεν έχει πια να τρέξει και να κυνηγήσει κάτι που να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του κορμιού.» [2]
Ο καθηγητής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης στο σπουδαίο βιβλίο του για τον Επίκουρο γράφει:
«Η συνείδηση του Επίκουρου ζητεί, παραμερίζοντας κάθε σάπιο, να φτάσει σε κάτι στέρεο, που να μπορεί να σταθεί σα βάση στην ανθρώπινη ύπαρξη.Το πρωτόπλασμα αυτό στη διανόηση του παρουσιάζεται με την ακόλουθη μορφή: Ο άνθρωπος είναι κάτι μεγάλο και πολύτιμο. Την ευτυχία, τη μακαριότητα, την έχει μέσα του, φτάνει να παραμερίσει όσα τον ενοχλούν και του κάνουν κόλαση τη ζωή. ‘Όταν λείψει κάθε φροντίδα, λύπη ή χαρά, κάθε ταραχή, στην ουδέτερη κατάσταση της αταραξίας, η ευτυχία αναβλύζει από μέσα του, γεμίζει το είναι του, ξεχύνεται γύρω, απλώνεται και χαϊδεύει τα πάντα». [1]
Η αξία της γνώσης στους Επικούρειους μετριέται με κριτήριο τη χρησιμότητά της για την ευδαιμονία των ανθρώπων.
Ο πολυμαθέστατος Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) αναφέρεται επίσης στην ψυχική γαλήνη:
«Ο άνθρωπος που θέλει να έχει ψυχική γαλήνη (ευθυμία) δεν πρέπει να κάνει πολλά, ούτε στην ιδιωτική του ούτε στη δημόσια ζωή, ούτε να επιδιώκει πράγματα που ξεπερνούν τις φυσικές του δυνάμεις. Πρέπει να προσέχει ώστε, ακόμα και αν η τύχη βρεθεί στον δρόμο του και του υποδείξει περισσότερα, αυτός να μπορεί με τη φρόνηση του να την αφήσει κατά μέρος και να μην απλώσει το χέρι του σε περισσότερα από όσα του επιτρέπουν οι δυνάμεις του. Γιατί το σωστό φορτίο είναι ασφαλέστερο από το μεγάλο φορτίο.»[2]
Το προηγούμενο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Περί ευθυμίης (ιωνική διάλεκτος), έργο πρακτικής ηθικής, όπου συνήθως εντάσσονται πραγματείες που δίνουν συμβουλές, λ.χ. για την υπερνίκηση της οργής, αλλά και «παραμυθίες» που έχουν ως σκοπό να γιατρέψουν τη λύπη. Η σημαντικότερη αρετή του ανθρώπου είναι η «ευθυμία», που οδηγεί σε ψυχική γαλήνη, δηλαδή κατάσταση που επιτυγχάνεται με την αυτογνωσία, με την επίγνωση των φυσικών ικανοτήτων και με τη φρόνηση.» [2]
Ο καιρός της φιλοσοφίας
Είναι ωφέλιμο να φιλοσοφεί ο άνθρωπος, είτε νέος είτε σε πιο προχωρημένη ηλικία. Σε επιστολή προς το μαθητή του Μενοικέα διαβάζουμε:
«Επίκουρος χαιρετάει τον Μενοικέα.
Ούτε όταν είναι νέος κανείς πρέπει να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε όταν γεράσει να μην έχει διάθεση να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι νωρίς ή πολύ αργά, ώστε να ασχοληθεί με την υγεία της ψυχής του. Αυτός, μάλιστα, που λέει ότι δεν είναι ο καιρός της φιλοσοφίας, είναι σαν να λέει ότι έχει περάσει η ώρα ή ότι δεν υπάρχει πια χρόνος για την ευτυχία. Έτσι, λοιπόν, πρέπει και ο νέος και ο γέροντας να φιλοσοφεί — ο γέροντας για να παραμένει νέος όσο γερνάει, μέσα από τις ευχάριστες αναμνήσεις των περασμένων αγαθών, και ο άλλος, αν και νέος, να είναι μαζί και ώριμος γέρος, καθώς θα ζει χωρίς να φοβάται το μέλλον. Είναι επομένως ανάγκη να μελετάμε ό,τι φέρνει ευτυχία, αφού, όταν αυτή υπάρχει, έχουμε τα πάντα, ενώ όταν μας λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.» (Επιστολή προς Μενοικέα) [1]
Οι νέοι αλλάζουν εύκολα διαθέσεις και επηρεάζονται πολύ από την τύχη, οι γέροντες μπορούν φιλοσοφώντας να αράξουν στο λιμάνι των γηρατειών:
«Ευτυχής δεν είναι ο νέος, αλλά ο γέροντας που έχει ζήσει καλά. Γιατί ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ακμή της νιότης του είναι ευμετάβλητος και επηρεάζεται πολύ από την τύχη, ενώ ο γέροντας είναι σαν να έχει αράξει στο λιμάνι των γηρατειών, έχοντας φυλαγμένες στις αναμνήσεις του τις χαρές των αγαθών στα οποία, όταν ήταν νεότερος, δύσκολα μπορούσε να ελπίζει.»
Κριτική στον ιδεαλισμό
Η επικουρική φιλοσοφία ασκεί ανελέητη και ριζοσπαστική κριτική στη μεταφυσική παράδοση, χωρίς όμως να ξεπέφτει στην κοινή συκοφαντία, όπως αποδεδειγμένα έκαναν οι αντίπαλοί της. Οι θέσεις της είναι επιβεβλημένη απάντηση στα τρομερά πλάσματα της μεταφυσικής, στις ορφικές και πυθαγόρειες μετεμψυχώσεις, στο εν και ακίνητο ον του Ελεάτη, στην υπερουράνια θεοκρατική πολιτεία του Πλάτωνα, τις φαντασιοκοπίες του νέου Αριστοτέλη και την γενικότερη απαισιόδοξη απόρριψη της επίγειας ζωής. Ο άνθρωπος μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Η κοπιώδης ενασχόληση με τα φαντάσματα και τηνκαπνίλα της μεταφυσικής θεωρείται άγονο χασομέρι.
Η Τετραφάρμακος αποτελεί την συμπύκνωση των κυριότερων διδασκαλιών του Επίκουρου αναφορικά με το πώς να ζει κανείς τη ζωή του. Μας είναι γνωστή από ένα κείμενο του Επικούρειου φιλοσόφου Φιλόδημου που διασώθηκε στην λεγόμενη βίλα των παπύρων στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum):
Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον. [Φιλόδημος}
Το κείμενο μπορεί να αποδοθεί κι ως εξής:
Ο θεός δεν πρέπει να μάς προκαλεί φόβο, ούτε ο θάνατος να μάς φέρνει ανησυχία, τα υλικά αγαθά (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) μπορούμε να τα αποκτήσουμε με λίγο κόπο, τα δεινά και τις συμφορές της ζωής μπορούμε να τα υπομείνουμε με ευκολία.
Οι θεοί του Επίκουρου
Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον. Φιλόδημος (επικούρειος φιλόσοφος)
και σε νεοελληνική απόδoση: Ο θεός δεν είναι για φόβο, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία και το καλό εύκολα αποκτιέται, το δε κακό εύκολα αντέχεται.
Καμία μυστική δύναμη, κανένας Θεός δεν ανακατεύεται στη λειτουργία του κόσμου. Οι άνθρωποι μόνοι, απαλλαγμένοι από φόβους, προλήψεις, δεισιδαιμονίες και κάθε λογής φαντάσματα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη φύση με σκοπό την ευτυχία τους – και πιθανότατα οι θεοί των Επικούρειων δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι θεοί υπάρχουν και η γνώση μας γι’ αυτούς μπορεί να είναι ξεκάθαρη και σαφής (Θεοί μεν γαρ εισίν· εναργής γαρ αυτών η γνώσις). Ούτε εκδικητικοί είναι όμως ούτε μνησίκακοι. Ζουν στην αιώνια γαλήνη τους και αφήνουν τους ανθρώπους να τα καταφέρουν ή να αποτύχουν μόνοι τους. Εναργής είναι η γνώση που μας δίνουν οι αισθήσεις, ό,τι αντιλαμβανόμαστε. Μια εφεύρεση μπορεί να είναι προέκταση του αισθητηριακού μηχανισμού, λ.χ. το μικροσκόπιο ή το κυάλι διευρύνουν τις δυνατότητες της όρασης. Η παρέμβαση του θεού στις υποθέσεις των ανθρώπων θα ήταν άλλωστε ένδειξη αδυναμίας και ανάρμοστη στη μακαριότητά του:
«Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.»
Οι Επικούρειοι κατάλαβαν ότι είναι δύσκολο να ζει κανείς ευτυχισμένος και ταυτόχρονα να τρέμει μήπως βρεθεί ξαφνικά και αμετάκλητα αμαρτωλός στις όχθες του Αχέροντα. Ούτε ο περιβόητος βαρκάρης θα έρθει ποτέ, ούτε τα τέρατα του κάτω κόσμου θα τον βασανίζουν αιώνια. Στην περίπτωση μας, ο μεγάλος ταραχοποιός αντίπαλος είναι ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός, με σημαντική ιστορική παράδοση και συχνά αξιοθαύμαστες κατασκευές. Και επειδή δεν υπάρχουν ιδέες για να συγκρουστούν μεταξύ τους, παρά τα όσα έγραψε μια διάνοια όπως ο Πλάτων, συγκρούστηκαν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Η φιλοσοφία έγινε λοιπόν όπλο στον πολιτικό αγώνα για επικράτηση· οι ιδεαλιστές ταυτίστηκαν με τους ολιγαρχικούς, ενώ οι υλιστές, οι σοφιστές, οι Επικούρειοι και άλλοι χρεώνονται στους δημοκρατικούς. Είναι δύσκολο να δείξουμε εδώ ακριβώς με ποιους τρόπους ερμηνεύτηκαν η διαστρεβλώθηκαν πλήρως πολλές ιδέες του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Πολύ συχνά έγινε επιλεκτική χρήση χωρίων ή αποσπασμάτων και επιχειρήθηκε να αποσιωπηθούν όσα εμπράγματα δεδομένα δεν μπορούσαν να ταιριάξουν σε υστερότερες θεωρητικές συλλήψεις. Εάν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης μπορούσαν να ερμηνευτούν και να διαβαστούν εκ νέου -τη δουλειά στη Δύση την έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο πολύς Άγιος Αυγουστίνος– ο Επίκουρος δεν χωρούσε εύκολα σε μεταφυσικά ιδεαλιστικά σχήματα. Ακόμα περισσότερο: ο επικουρισμός ήλθε ως απάντηση στις θολούρες του μυστικισμού και της οργιαστικής λατρείας που σκόρπιζαν τον τρόμο στα μυαλά των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος είναι βεβαίως αναγκασμένος να αρνηθεί και τη θεία πρόνοια, εφόσον διδάσκει ότι δεν υπάρχει θεία τιμωρία. Ομοίως, δεν δέχεται την ύπαρξη του παραδείσου για να εξαφανίσει από το νου την κόλαση και το φόβο της αιώνιας τυραννίας. Ό,τι χάνουμε σε παρηγοριά, το κερδίζουμε ενδεχομένως σε ψυχική γαλήνη:
«Όσα πράγματα αδιάκοπα σε συμβούλευα να κάνεις, αυτά να κάνεις και γύρω από αυτά να στοχάζεσαι, θέτοντάς τα ως τις βάσεις για μια ευτυχισμένη ζωή. Πρώτα απ’ όλα, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, όπως άλλωστε πιστεύουν και οι πολλοί, να μην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτε ανάρμοστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα, να πιστεύεις γι’ αυτόν οτιδήποτε είναι δυνατόν να διαφυλάξει την αιώνια μακαριότητά του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη.»
Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για τον Επίκουρο, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία.
Δεν είναι βέβαιον αν οι θεοί συγχώρησαν στο μεγάλο Έλληνα ένα τέτοιο τόλμημα, είναι όμως διαπιστωμένο, ότι πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να θάψουν τη διδασκαλία του όσο πιο βαθιά γίνεται. Για πεντακόσια και πλέον χρόνια ο Επικουρισμός στάθηκε κόκκινο πανί για τον ιδεαλισμό και κάθε λογής ηθικολόγους. Οι Αθηναίοι δημοκρατικοί των χρόνων του Επίκουρου διαισθάνονταν ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία υπηρετούσε εν τέλει την ολιγαρχία και τον ξένο επιδρομέα. Τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο δικαίωσαν αυτή την αίσθηση.
Ο φόβος του θανάτου είναι αρκετός, λένε οι Επικούρειοι, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και τον τρόμο της αιώνιας δοκιμασίας. Το ατέλειωτο αλισβερίσι των ψυχών μέχρι τη θέωση απορρίπτεται επίσης: η ψυχή δεν πάει σε άλλο σώμα, ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη, βρίσκεται όπως ήταν πριν γεννηθεί. Χρειάζεται να σεβόμαστε τους θεούς, επειδή είναι τέλεια όντα, και ταυτόχρονα να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις δοξασίες και τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων γι’ αυτούς:
«Όμως δεν είναι οι θεοί όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, ο οποίος δε διαφυλάσσει την αρχική τους έννοια. Και ασεβής δεν είναι όποιος δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά όποιος προσάπτει στους θεούς τα όσα πιστεύουν οι πολλοί. Οι διάφορες γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν αποτελούν αληθινή γνώση, αλλά ψευδείς δοξασίες που υποστηρίζουν ότι οι θεοί προκαλούν τις μεγαλύτερες συμφορές και προσφέρουν τα σπουδαιότερα αγαθά. Γιατί οι άνθρωποι, συνηθισμένοι πάντα στις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι είναι διαφορετικό.»
Η απόσταση από τον εκδικητή Θεό των Εβραίων και της Παλαιάς Διαθήκης είναι σημαντική και διανύθηκε χάρη στο ρωμαλέο ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα που τόλμησε να ανδρώσει το ανάστημά του μπροστά στους θεούς. Ο Προμηθέας είναι γνήσιο παιδί της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ως πρακτική φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή, ο ιουδαϊκός χριστιανισμός μπόρεσε να ριζώσει στον ελληνικό κόσμο μόνον εφόσον αποδέχτηκε, θεωρητικά ή πρακτικά, επικούρειες και πλήθος άλλες ειδωλολατρικές φιλοσοφικές θέσεις. Το αποτέλεσμα φαίνεται κάποτε ιλαρόν σε όσους είναι κάπως εξοικειωμένοι με την ιστορία των ιδεών, ωστόσο η λογική ασυνέπεια μια ιδεολογικής κατασκευής σπανίως στάθηκε εμπόδιο στη διάδοση της. Ακόμα και στις μέρες μας, πλήθη Ορθόδοξων πιστών «πιστεύουν» στα ζώδια και στις καφετζούδες -«πολύ» ή «λίγο»- παρά την εξωφρενική απόσταση που προφανέστατα χωρίζει την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία από τα παραμύθια για τους επτά ουρανούς και τα νεφελώδη δόγματα του ζωροαστρισμού. Έτσι ή αλλιώς, η χριστιανική διδασκαλία της αγάπης και της εγκράτειας φαίνεται να κρατάει από τη δημοκρατική παράδοση του δήμου, όπως μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη από τους Επικούρειους, ενώ η αντίληψη για τον περιούσιο λαό πηγάζει περισσότερο από τα ιερατεία και την ολιγαρχία. Οι θεοί του Επίκουρου είναι δημοκρατικοί και συμβάλλουν στη συνοχή του δήμου. Όπως αναφέρεται σε επιγραφή της εποχής, οι πολίτες λατρεύουν την Αθηνά – Δημοκρατία.
Ο έρωτας
Για τον Επίκουρο ο έρωτας δεν είναι κακό, συνέργεια του σατανά, όπως φαντάστηκαν πολλοί άνθρωποι στο μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν, ούτε θείας προέλευσης όπως υποστήριξε ο Πλάτωνας.«Ουδέ θεόπεμπτον είναι τον έρωτα», γράφει σχετικά ο Διογένης Λαέρτιος. Ο έρωτας (σύντονος όρεξις αφροδισίων μετά οίστρου και αδημονίας) είναι μια δυνατή φυσική ορμή και ως τέτοια χρειάζεται να ικανοποιηθεί μέσα στα όρια της λογικής και της φρονιμάδας, διαφορετικά γίνεται ολέθριο πάθος, αναστατώνει το νου και την γαλήνη της ψυχής, υπονομεύει τις βασικές προϋποθέσεις της ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος πάντως διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και αλληλογραφία με τη νεαρή και όμορφη εταίρα Λεόντιον, η οποία ήταν μέλος του Κήπου. Ο έρωτας τυφλώνει τα μάτια του ερωτευμένου και η ζωή του είναι παιχνίδι στα χέρια της αγαπημένης. Ο σοφός δεν ανακατεύεται με παράνομες ερωτοδουλειές:
Γυναικί τε ου μιγήσεσθαι τον σοφόν ή οι νόμοι απαγορεύουσιν
Ο Επίκουρος πίστευε στον γάμο και την οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες και αποδοκίμαζε τον αμιγώς σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ’ ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων. Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ’ αυτή την αενάως επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση.[4]
Ο Ρωμαίος Λουκρήτιος γράφει σχετικά:
«Δεν είναι ενέργεια θεϊκή ή τα βέλη της Αφροδίτης που θα μάς κάνουν να αγαπήσουμε καμιά φορά μια γυναικούλα με πολύ μέτρια ομορφιά. Με τη διαγωγή της, το φροντισμένο κορμί, με την φροντίδα της, καταφέρνει τον άντρα να μοιραστεί μαζί της τη ζωή».
Οι επιθυμίες και η ηδονή
Η ομάδα γύρω από τον Επίκουρο, αφού αναγνώρισε ότι είναι δίκαιο και φυσικό να απολαμβάνουμε τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, κατέταξε τις επιθυμίες σε κατηγορίες. Οι επιθυμίες κα η ικανοποίηση τους πρέπει να καλμάρουν τη βαρυχειμωνιά της ψυχής, αυτός είναι άλλωστε και ο επίγειος πρακτικός στόχος ολόκληρης της επικούρειας φιλοσοφίας. Η κατηγορία για ηδονισμό είναι η συνηθέστερη που κυκλοφορεί για τον Επίκουρο και τον Κήπο του. Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος Έλληνας απέρριπτε τόσο τις ασωτίες όσο και τον σκληρό ασκητισμό που επέβαλαν στους πιστούς δεκάδες θρησκευτικές ομάδες. Όταν ο Επίκουρος έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ηδονή, ουδόλως είχε στο μυαλό του μια ζωή παραδομένη στις σαρκικές και αισθησιακές απολαύσεις και τα ρωμαϊκά φαγοπότια:
«Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.» (Μένανδρος).
Αν πάλι ως ηδονή εννοούμε την αποφυγή του πόνου και την επιδίωξη της ευχαρίστησης, μάλλον ορθώς ο Επίκουρος τη βρίσκει πιο φυσική, αν τη συγκρίνουμε με την πείνα, ταλαιπωρία του σώματος και τις κάθε λογής στερήσεις.
(Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι διακήρυσσαν την πλήρη αποχή από σεξουαλικές επαφές, γυναίκες, ποτά και κάθε είδους διασκεδάσεις. Μεταξύ άλλων απαγορεύσεων, οι νεοεισερχόμενοι στη σέχτα υποβάλονταν στην δοκιμασία της διετούς σιωπής).
Ο δρόμος προς την ευτυχία που προτείνει ο δάσκαλος δεν είναι μια πορεία μαρτυρίου στο δρόμο για την τελείωση της ψυχής, αλλά μια καθημερινή πρακτική επιβεβαίωση ότι αξίζει να ζούμε τη ζωή, με τις λύπες και τις χαρές της, χωρίς να μάς σκιάζει ο φόβος του θανάτου και τα κάθε λογής φαντάσματα που πλάθει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Δάντης δικαίως επιφυλάσσει στους Επικούρειους μια χωριστή γωνιά στην κόλασή του.
«Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μίας γλυκιάς μορφής.» Επίκουρος
Οι Επικούρειοι συνδέονται μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλικούς δεσμούς, ζουν λιτά, αναγνωρίζουν πόσο λίγα είναι αυτά που χρειάζονται πραγματικά, απολαμβάνουν την κατοχή τους και τη βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσουν να τα κατέχουν. Αυτό τους κάνει να χαίρονται ακόμα περισσότερο, αν συμβαίνει μια πολυτέλεια (π.χ. ένα πλούσιο γεύμα) να είναι διαθέσιμη χωρίς δυσκολίες και σκοτούρες. Η πολυτέλεια δεν είναι κακό πράγμα από μόνη της, γίνεται όμως καταστροφική για την ευτυχία, όπως και κάθε επιθυμία για πράγματα που δεν είναι αναγκαία. Σημασία δεν έχει τι τρως και πίνεις αλλά με ποιους τρως και πίνεις:
«Γι’ αυτό και θεωρούμε την ηδονή αρχή και απώτερο σκοπό της ευτυχισμένης ζωής. Γιατί έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό μέσα μας και ότι από αυτήν ξεκινάει το τι θα προτιμήσουμε και το τι θα ,αποφύγουμε, και σε αυτήν καταλήγουμε όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο την αίσθησή της. Και επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, γι’ αυτό δεν επιλέγουμε οποιαδήποτε ηδονή, αλλά μερικές φορές δεν ενδίδουμε σε πολλές ηδονές, όταν αυτές μας προκαλούν μεγαλύτερα προβλήματα.Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον είναι μεγαλύτερη για μας η ηδονή που θα ακολουθήσει, εάν υπομείνουμε για πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή η φύση της μας είναι οικεία, είναι κάτι το καλό, δε συμβαίνει όμως να επιλέγουμε μια οποιαδήποτε ηδονή, όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από τη φύση του, δε γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε. Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντας τα και αξιολογώντας προσεκτικά τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε το καλό σαν κακό και, αντίστροφα, το κακό σαν καλό.» (Μετάφραση: Χάρης Λύτας) [3]
Γράφτηκε, και εν πολλοίς ανταποκρίνεται στα πράγματα, ότι η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι απλή και η συνεισφορά του στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης στάθηκε αμελητέα. Σε σχέση με τους γρίφους και τους χρησμούς που δίδασκαν οι ιδεαλιστές, οι δόξες του επίκουρου φαίνονται σαφείς και εύληπτες προτροπές. Είναι ίσως χρήσιμο να γνωρίσεις τον εαυτό σου («γνῶθι σαὐτόν»), σύμφωνα με το σκοτεινό δελφικό απόφθεγμα, έχει όμως πιο πρακτικά αποτελέσματα να κατανοήσεις την εμπειρικά διαπιστωμένη αλήθεια ότι οι υπερβολικές επιθυμίες ταράσσουν τη γαλήνη της ψυχής. Το πρώτο απευθύνεται σε λίγους και μυημένους – προορισμένους άλλωστε να επανδρώσουν την ολιγαρχία, το δεύτερο αφορά το ατέλειωτο ανθρωπομάνι που ζει στα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Δημόκριτος, πρόδρομος των Επικούρειων γράφει για ψυχική γαλήνη και σύμμετρη ζωή:
«Γιατί την ψυχική γαλήνη τη φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή. Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετο τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες /…/ Να μη δίνει μεγάλη σημασία στα όσα ζηλεύουν ή θαυμάζουν οι πολλοί και να μην τα σκέφτεται συνεχώς. Να κοιτάζει πώς ζουν οι ταλαίπωροι και να συναισθάνεται πόσο υποφέρουν […] Γι αυτό ακριβώς δεν πρέπει κανείς να ψάχνει για πράγματα που είναι μακριά του, παρά να ικανοποιείται με τα όσα είναι κοντά του, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων που βρίσκονται σε χειρότερη θέση….» (Δημόκριτος, απόσπ. 191)
Οι φίλοι του Κήπου θεωρούν επίσης ανώφελο και ανόητο (μωρόν) να υποβάλλεται με τη θέλησή μας το σώμα σε βάσανα και δοκιμασίες, σύμφωνα με τις πρακτικές που ακολουθούσαν οι μυστικιστικές σέχτες της εποχής και εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί, μέχρι τις μέρες μας Κατά τον Επίκουρο, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα χρήσιμη για την ευτυχισμένη ζωή, είναι η ίδια τέχνη και χωριστή επιστήμη της ζωής.
«Φυσικές και αναγκαίες είναι όσες επιθυμίες, όταν ικανοποιηθούν, ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό στη δίψα — όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες.»
«Πάντως, οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν — δεν είναι δηλαδή αναγκαίες —, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίηση τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.»
«Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δεν λείπει.» Λουκρήτιος
«Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο.» Επίκουρος
Οι Επικούρειοι δεν ανακατεύονται άμεσα στα πολιτικά πράγματα του καιρού τους, ωστόσο ο δάσκαλος εμφανίζεται συγκαταβατικός προς όσους φλέγονται από επιθυμία να συμμετάσχουν στα κοινά:
«Όσοι φλέγονται από επιθυμία και φιλοδοξία, και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, ας ακολουθήσουν τη φυσική τους ορμή για πολιτική. Γιάτι η απραγμοσύνη θα τους ταράζει περισσότερο, όσο δεν τούς γίνεται εκείνο που ορέγονται. Πλούταρχος περί ευθυμίας». [1]
«Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο 8α προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.» Μήπως δεν είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι υπήρξαμε ευτυχείς με πολύ λιγότερα;
Η φύση φαίνεται να συμφωνεί με τη φιλοσοφία του Επίκουρου, για την ευτυχία του ανθρώπου αρκούν το απόνετο σώμα και το γαλήνιο πνεύμα. Το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι;
Ο σοφός δεν ξοδεύει τη λιγοστή και πολύτιμη ζωή του σε παρόμοιες σκέψεις:
«Θρονιασμένος στα ύφη που του ασφάλισε η μάθηση, σκύβει προς τους άλλους ανθρώπους, τους βλέπει να τρέχουν εδώ και εκεί, να ζητούν στην τύχη το δρόμο της ζωής, να τσακώνονται για την εξυπνάδα τους, για την καταγωγή τους, να ιδροκοπούν νύχτες και μέρες, με αμέτρητο κόπο, για να σκαρφαλώσουν στις κορφές του πλούτου ή ν’ αρπάξουν την εξουσία. Τα κακομοίρικα μυαλά! Οι στραβωμένες καρδιές! Σε σκοτάδια και σε κινδύνους σέρνουν τη λιγοστή ζωή που έχουν να ζήσουν. Μας το λέει φωναχτά η φύση. Για την ευτυχία μας φτάνει απόνετο σώμα και ατάραχο πνεύμα. Αν μας λείπουν στο σπίτι χρυσωμένα αγάλματα νέων, που με τις αναμμένες λαμπάδες να φωτίζουν τα νυχτερινά όργια, κι αν κιθάρες δεν κάνουν να αντιλαλήσουν οι απλόχωρες λακεταρισμένες και χρυσωμένες σάλες, έχουμε τη μαλακή χλόη δίπλα στο γάργαρο ποτάμι. Ξαπλωμένοι εκεί με φίλους, κάτω από τα κλαριά μεγάλου δέντρου, σβήνουμε την πείνα μας με λιγοέξοδο γεύμα, την ώρα που ο καλός καιρός χαμογελά και η εποχή του χρόνου σπέρνει λούλουδα στα χλωρά χόρτα.» (Λουκρήτιος) [3]
Γιατί η σάρκα φωνάζει να μην πεινάει, να μη διψάει, να μην κρυώνει· όποιος με γαλήνιο πνεύμα τα έχει αυτά και ελπίζει ότι θα τα έχει,«μπορεί να αναμετρηθεί στην ευτυχία ακόμα και με τον Δία».
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Εστία
[2] Ανθολόγιο φιλοσοφικών κειμένων Γ’ Γυμνασίου, εκδόσεις ΟΕΔΒ
[3] Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος», 2004
[4] Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, επιμ. Γ. Αβραμίδης, θύραθεν εκδόσεις
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Epicurus
Ο Επίκουρος και η φιλοσοφία της ευτυχίας (ΙΙ)
Είναι μάταια τα λόγια του φιλοσόφου που δεν θεραπεύουν κανένα ανθρώπινο πάθος• ακριβώς όπως η ιατρική είναι ανώφελη αν δεν γιατρεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει κανένα κέρδος, αν δεν ξαλαφρώνει την ψυχή από τα πάθη της. Επίκουρος
Η αρχαία ελληνική παιδεία υπήρξε στον καιρό της δημοκρατική, ορθολογική και εδωκοσμική. Με εξέχοντες εκπροσώπους που άλλαξαν κυριολεκτικά την εικόνα του δυτικού κόσμου και πρωτοπόρους τους Ίωνες Φυσικούς, πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες θέτουν ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης την λογική σκέψη. Η Επικούρεια φιλοσοφία γεννήθηκε και άκμασε μέσα από τον αγώνα της ενάντια στις πατρικές βασιλείες, την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και την μυθική ερμηνεία του κόσμου, όπως διαμορφώθηκε τους ατέλειωτους αιώνες της αγροτικής οικονομίας.
Οι Έλληνες της κλασικής εποχής αγαπούν τη ζωή και τα γήινα αγαθά, έχουν εμπιστοσύνη στο λογικό τους και πιστεύουν ότι μπορούν να εξηγήσουν ό,τι συμβαίνει γύρω τους με φυσικά αίτια. Ο άνθρωπος μπορεί να εξουσιάσει τη φύση και να δαμάσει τη μοίρα του. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επίκουρου, όλη η πνευματική δραστηριότητα αξίζει για την ευχαρίστηση (ηδονή) που προσφέρει και έχει στόχο την γαλήνια αταραξία, να παραμερίσει κάθε πόνο του σώματος και της ψυχής (Παντός του αλγούντος υπεξαίρεσις).
Κατά τον αντίπαλο καραμπινιέρο Κικέρωνα, η Επικούρεια φιλοσοφία όργωσε την Ελλάδα, την Ιταλία και ολόκληρο τον βαρβαρικό κόσμο: Gaeciam, Italiam et totam barbariam.
Η μελέτη της δεν θεωρείται προνόμιο των μορφωμένων αν και χρειάζεται μια ελάχιστη τριβή με τα φιλοσοφικά κείμενα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Επίκουρος απορρίπτει την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γιατί θόλωνε το μυαλό και μπέρδευε τους νέoυς ανθρώπους. Στην φιλοσοφία του, μάθηση και απόλαυση συμβαίνουν ταυτόχρονα:
Η φιλοσοφική προπαίδεια, ας την πούμε έτσι, ήταν συχνά μια κοπιώδης και πρακτικά άγονη δραστηριότητα, η οποία προξενούσε περισσότερα προβλήματα από όσα ισχυριζόταν ότι θα λύσει.
Παιδείαν δε πάσα μακάριε, πάσαν φεύγε, τακάτιον αράμενος, να φεύγεις μακριά από κάθε εγκύκλια μόρφωση ανοίγοντας όλα τα πανιά, γράφει χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, σε επιστολή του προς τον Πυθοκλή που διασώζει ο Λαέρτιος.
Και αλλού: Μακαρίζω σε, ω Απελλή, ότι καθαρός πάσης παιδείας, επί φιλοσοφίαν εφόρμησας.
Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μπλεγμένος σε δεκάδες άλυτα μεταφυσικά δεσμά ήταν κυρίαρχη στις περισσότερες φιλοσοφικές και μυστικιστικές διδασκαλίες. Δυσνόητες και γριφώδεις ήταν και οι διατυπώσεις των φιλοσοφικών θέσεων στις πιο πολλές σχολές. Αντιθέτως, ο παραγωγικότατος δάσκαλος του Κήπου έγραψε σε απλή και ζωντανή αρχαία ελληνική αττική διάλεκτο περισσότερα από τετρακόσια εγχειρίδια φιλοσοφίας, από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα. Σημαντικό ήταν επίσης το έργο πολλών Επικούρειων για περίπου επτά αιώνες, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στη συνέχεια. Ο Κωλώτης, μαθητής του Επίκουρου, κοροϊδεύει, (διαγελά και φαυλαρίζει) την σωκρατική αντίληψη ότι θα ανακαλύψεις την ουσία της έννοιας, αν δώσεις τον σωστό ορισμό της. Σε επιστολή προς τον Ηρόδοτο, διαβάζουμε:
Η φιλοσοφία χρειάζεται να ασχοληθεί με τις ανάγκες της ζωής. Και στις μέρες μας, είναι ίσως γοητευτικό και ευχάριστο για κάποιους να μελετήσουν το καρτεσιανό cogito και τις θαυμαστές ιδιότητες των μονάδων τουLeibnitz ή να εντρυφήσουν στις δεξιοτεχνίες των a priori τύπων και την προβληματική περί ουσίας, είναι όμως και εξαιρετικά πιθανόν, όποιος ξεκινήσει με τέτοια νεφελώματα να εγκαταλείψει σύντομα απογοητευμένος την προσπάθεια.
Κάθε άνθρωπος, σε όλες τις εποχές και στο βαθμό που επιλέγει ελεύθερα τι θα διαβάσει, είναι απολύτως φυσικό να προτιμά όσα τον ωφελούν, όσα λύνουν προβλήματα της καθημερινής ζωής και του δίνουν απλές και πρακτικές συμβουλές για το πώς μπορεί να ζήσει πιο ευτυχισμένα τα χρόνια του. Η επιστήμη της ευτυχίας, αν μπορούμε να το γράψουμε έτσι, ως ιδέα και πρακτική κάνει τα πρώτα γενναία βήματά της στη σχολή του Επίκουρου και γονιμοποιεί την ήδη πλούσια παράδοση με τον Δημόκριτο και το σημαντικό κίνημα των Σοφιστών.
Οι αντιλήψεις των επικούρειων δέχτηκαν σφοδρότατη πολεμική και άντεξαν για αιώνες. Στις μέρες μας, ο Επίκουρος παραμένει γενικώς άγνωστος στο ευρύ κοινό, αν και είναι σαφώς πιο κατανοητός από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη.
Η βιομηχανία της κατανάλωσης ενδιαφέρθηκε επιλεκτικά για τις απόψεις των Επικούρειων περί ηδονής και κατέληξε να τις ταυτίσει χονδροειδώς με την προτίμηση στα εκλεκτά εδέσματα και τις λεπτές ηδονές. Κι ενώ πλήθος θρησκευτικοί συγγραφείς θεώρησαν τον υποτιθέμενο ηδονισμό ως αδύνατο σημείο της επικούρειας φιλοσοφίας, οι εμπορικές εταιρείες τον πρόβαλαν ως το βασικό της περιεχόμενο. Και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με μια ερμηνεία η μεθερμηνεία για προφανείς και διαφορετικούς λόγους. Είναι ιστορικά πασίγνωστη η αυτάρκεια του ευγενικού δασκάλου, όπως και η γενικότερη ολιγάρκεια των οπαδών του Κήπου. Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο· ο μάταιος αγώνας για την εξουσία και τα χρήματα είναι γεμάτος ενοχλητικά εμπόδια και οπωσδήποτε δεν εξασφαλίζει την επικούρεια αταραξία:
Και σε άλλο σημείο:
Οι διδασκαλία του Επίκουρου και όσων ακολούθησαν την σκέψη του διατηρεί την επικαιρότητα της, γιατί απλώς ο άνθρωπος, στην ατέλειωτη ποικιλομορφία του και σε όλη την ιστορική του διαδρομή έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Οι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις του Επίκουρου για την επιδίωξη της ηδονής, την αποφυγή του πόνου, την ανθρώπινη ματαιοδοξία και το κυνήγι του πλούτου επιβεβαιώνονται εμπειρικά μέχρι σήμερα. Αν πάρουμε ως μέτρο τον σκοπό της φύσης, η φτώχεια είναι μεγάλος πλούτος, ενώ ο απεριόριστος πλούτος είναι μεγάλη φτώχεια.
Και αλλού: «Δεν απομακρύνουν την ταραχή της ψυχής και δε φέρνουν την αληθινή χαρά ούτε ο μεγαλύτερος πλούτος που υπάρχει, ούτε oι τιμές και ο θαυμασμός των πολλών, ούτε κάποιο άλλο από τα πράγματα που δεν έχουν όρια.» Επίκουρος
Οι αντιλήψεις των φίλων του Κήπου για τις επιθυμίες, εφόσον οδηγούν στην φειδώ και στην εγκράτεια, πλήττουν ευθέως το κυρίαρχο φαντασιακό της κατανάλωσης που κυριαρχεί στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες στις μέρες μας.
Με χίλιους τρόπους και μεθόδους, ολόκληρη η βιομηχανία της διαφήμισης στέκεται απέναντι από τις διδαχές του Επίκουρου, ο οποίος συνιστά ούτε λίγο ούτε πολύ λιτότητα, αυτάρκεια – όσο είναι δυνατόν αυτό σε συνθήκες πολιτισμού – και λιγότερη κατανάλωση. Αν υποθέσουμε ότι τέτοιες ιδέες για τη ζωή μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το πώς συμπεριφέρονται οι πολίτες καταναλωτές, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής που μπορεί ενδεχομένως να διαδοθεί σε μεγαλύτερες κλίμακες. Τα φυσικά αγαθά των Επικούρειων δεν χρειάζεται να τα αγοράσεις, αφού μπορείς να τα αποκτήσεις εύκολα. Κανείς δεν αγόρασε ποτέ ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, την αγάπη των φίλων, τον έρωτα ή μια βόλτα στο δάσος… Ο πλούτος δεν βρίσκεται στις παράλογες επιθυμίες, αυτές που ξεπερνούν το αρχαιοελληνικό μέτρο: Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα λεφτά. Αφαίρεσε του την επιθυμία να πλουτίσει. Τον φυσικό πλούτο, όσα αγαθά χρειάζονται για την ευδαιμονία μας, μπορούμε να τον αποκτήσουμε εύκολα και είναι ορισμένος· ο πλούτος, όπως τον θέλει και τον φαντάζεται η αιώνια ματαιοδοξία των ανθρώπων, χάνεται στο άπειρο:
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, οι Επικούρειοι απορρίπτουν τόσο τις ακολασίες όσο και την ταλαιπωρία του σώματος με εκούσιες στερήσεις. Η σάρκα διεκδικεί τα δικαιώματά της, δεν αποθεώνεται όμως, ούτε περιφρονείται:
Η αστρονομία ή αστρολογία κατά τους Επικούρειους θεωρείται καθαρή απάτη και αγυρτεία. Ο σωστός φιλόσοφος δεν δίνει σημασία στα τεχνάσματα των αστρολόγων. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι εξακριβώσεις καμωμένες με επιμονή και κόπο, για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τις τροχιές των πλανητών και τις κινήσεις των άστρων. Οι γνώσεις αυτές δεν θεωρούνται ωφέλιμες, αφού δεν γαληνεύουν την ψυχή του ανθρώπου, δεν θεραπεύουν τις ανησυχίες και δεν διώχνουν το άγχος του για τα υπερκόσμια και τις απροσδόκητες μεταβολές της τύχης. Αν γνωρίσουμε όλα τα σχετικά με την αστρολογία, αλλά αγνοούμε την πραγματική οικονομία του κόσμου και τους λόγους για τους οποίους κινούνται τα άστρα, ο φόβος (βλάβη και σύγχυσις του μακαρίου) θα συνεχίζει να φωλιάζει στην ψυχή μας. Ο Επίκουρος δίνει απλές και μηχανικές εξηγήσεις για την κίνηση των άστρων, τα ουράνια φαινόμενα, ακόμα και για τις αστραπές, τους κεραυνούς του τιμωρού Δία και τις τρικυμίες που σήκωνε οργισμένος ο Ποσειδώνας.
Η αναγκαιότητα της περιστροφικής κίνησης των πλανητών προέκυψε κατά τη γέννηση του κόσμου και καμιά Ύπαρξη δεν έχει αναλάβει εργολαβικά την διεύθυνση τους σαν δημόσιο καθήκον:
Η φράση Λάθε βιώσας είναι το κλασικό επικούρειο «σύνθημα» και σημαίνει: «ζήσε απαρατήρητος, έχε αθόρυβη ζωή, ξέφυγε από τους πολλούς». Ο αναχωρητισμός των οπαδών του Κήπου και η αποχή τους από τις πολιτικές υποθέσεις, είναι χρήσιμο να εξεταστούν έχοντας υπόψιν το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής, ολόκληρη δηλαδή την ιστορική περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκε και εξελίχθηκε ο Επικουρισμός. Η αθηναϊκή δημοκρατία έχει εκπέσει προ πολλού, ακολούθησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η ήττα των Αθηναίων, οι σπαρτιατικές λόγχες στην Ακρόπολη και η τυραννία στην πόλη της Παλλάδας. Στη συνέχεια θα έρθουν οι Μακεδόνες με τον Μέγα Αλέξανδρο, τα ελληνιστικά χρόνια και αργότερα οι Ρωμαίοι.
Η πολιτική δράση σε τέτοιες συνθήκες, η εξουσία και η πολυπραγμοσύνη δημιουργούν άγχος και ταραχές στην ψυχή των ανθρώπων, είτε άρχουν, είτε άρχονται:
Η επίδοση στην ρητορική τέχνη, είναι κάτι που γεμίζει τον άνθρωπο με ταραχή και αγωνία για το αν θα μπορέσει να πείσει τους άλλους. Γιατί λοιπόν να τρέχουμε πίσω από πράγματα που τα ορίζουν άλλοι;
Σους επόμενους αιώνες, οι διαφορές της ελληνικής φιλοσοφίας με τις δοξασίες της ανατολής είναι σημαντικές. Οι Έλληνες μόνο μπορούν να φιλοσοφήσουν, λέει ο ίδιος ο Επίκουρος. Τα ατέλειωτα πλήθη της ανατολής που εκστράτευσαν εναντίον των Ελλήνων στη διάρκεια των περσικών πολέμων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τον λαό που συνέτριψε τις ορδές των Μήδων στο Μαραθώνα και τις Πλαταιές. «Ο δε Επίκουρος έμπαλιν υπολαμβάνει μόνους φιλοσοφήσαι Έλληνας δύνασθαι», γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας. Η φιλοσοφία ταυτίζεται με την ιωνική παιδεία και μόνον στο περιβάλλον της ελληνικής πόλης μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η διαδεδομένη εικόνα του εθελόδουλου Ασιάτη, και όχι κάποια ρατσιστική αντίληψη, οδήγησε πιθανώς τον Επίκουρο στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία είναι προνόμιο των Ελλήνων. Κατά τον ίδιο, η σοφία δεν μπορούσε να ριζώσει σε κάθε σωματική κατασκευή ούτε σε όλα τα έθνη:
Οι άνθρωποι πρέπει να μελετούν τη φύση, γιατί αυτό τους κάνει περήφανους και ανεξάρτητους;
Οι αισθήσεις μας, τα δεδομένα δηλαδή του αισθητηριακού μηχανισμού, είναι το κριτήριο της αλήθειας. Το απόσπασμα αναφέρεται στο Σωκράτη και το περίφημο Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα (Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα, Πλάτωνας, Απολογία):
«Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;»
«Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας, και πως οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός, βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει• οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.»
Ο Λουκρήτιος αναφέρει σχετικά:
Όπως γνωρίζουμε, μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, στο βασιλιά Στρόφιο, που ήταν θείος του. Ύστερα από χρόνια, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με το φίλο και ξάδελφό του Πυλάδη, και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της. Οι Ερινύες, όμως, οι θεές της εκδίκησης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και δικάστηκε στον Άρειο Πάγο, όπου με την ψήφο της θεάς Αθηνάς αθωώθηκε. Κατά τον Επίκουρο, τα ομοιώματα των πλασμάτων που καταδίωκαν τον Ορέστη ήταν πραγματικά, κινητοποίησαν δηλαδή τις αισθήσεις του, μόνο που δεν ήταν σώματα στερεά. Αναλόγως, προκειμένου να απαντήσει στις βεβαιότητες χιλιάδων ανθρώπων, λέει ότι και οι θεοί είναι φτιαγμένοι από πολύ λεπτά μόρια, και μπορούσαν να εμφανιστούν, μακάριοι και άφθαρτοι στους θνητούς:
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα όνειρα δεν έχουν θεϊκή φύση ούτε μαντική δύναμη, αλλά γεννιούνται από τις εικόνες που εισέρχονται στο υποσυνείδητο.»
Οι κόσμοι μπορεί να είναι άπειροι: «Μα και οι κόσμοι είναι άπειροι· και οι όμοιοι με τον δικό μας και οι ανόμοιοι. Καθώς τα άτομα είναι άπειρα, όπως δείξαμε πριν, διανύουν τις πιο μακρινές αποστάσεις. Και τα άτομα απ’ τα οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας κόσμος, δεν εξαντλούνται σε ένα κόσμο ούτε σε ορισμένο αριθμό κόσμων -είτε μοιάζουν αυτοί οι κόσμοι με το δικό μας είτε είναι αλλιώτικοι. Τίποτα, λοιπόν, δεν αποκλείει το να είναι άπειροι οι κόσμοι.»
Ο σοφός αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δεν τις ρίχνει στην Τύχη ή την οργή των θεών. Καμμιά μεταφυσική δύναμη δεν επηρεάζει τη ζωή μας, οι θεοί δεν είναι τιμωροί ούτε ευεργέτες, ούτε οργίζονται, ούτε γαληνεύουν, κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε με την θεία και μακάρια φύση τους. Η τύχη ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου και μπορεί να μάς διδάξει να εκτιμούμε την καλοτυχία και να προετοιμαζόμαστε για τα κακά:
Ο σοφός ορίζει το βίο του με φρόνηση, λογική και ορθή κρίση: «Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό· τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.»
«Καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.»
Και αλλού: «Σε έχω προλάβει, τύχη, και σου έχω κλείσει όλες τις πόρτες της ζωής μου, και ούτε σ’ εσένα ούτε σε καμιάν άλλη από τις εξωτερικές συνθήκες θα παραδοθούμε. Κι όταν έρθει ο καιρός να φύγουμε, θα φτύσουμε περήφανα τη ζωή και όσους, μάταια, είναι εξαρτημένοι από αυτήν, και θα την εγκαταλείψουμε μ’ ένα ωραίο τραγούδι που θα λέει πόσο όμορφα ζήσαμε.» (Μητρόδωρος)
Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ποιητές, ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο τραγικός Αισχύλος και ο μεγαλόστομος Πίνδαρος κατακρίνονται γιατί σκόρπιζαν τον φόβο και την ταραχή στα μυαλά των ανθρώπων. Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχής στην παρούσα ζωή και η μελλοντική δεν υπάρχει. Ο εκλιπών περνάει οριστικά στην κατάσταση της ανυπαρξίας, όπως ακριβώς ήταν πριν γεννηθεί. Οι μακάριοι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι του βίου ούτε κλαίνε ούτε θρηνούν όταν έρθει η ώρα να παραχωρήσουν τη θέση τους σε τόσα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Να πενθούμε τους φίλους όχι με θρήνους αλλά φυλάσσοντας τη μνήμη τους: Συμπαθούντες τοις φίλοις ου θρηνούντες αλλά φροντίζοντες.
Οι ορφικές διδασκαλίες περί αθάνατης ψυχής και η μυστικιστική σαβούρα της ανατολής που εισήλθαν στον ρωμαϊκό κόσμο απορρίπτονται με μάλλον απλά επιχειρήματα που στηρίζονται στην ριζοσπαστική υλιστική παράδοση των Ιώνων. Η κριτική ξεκινάει από πραγματικές και εγκόσμιες αφορμές Η ποίηση θρέφει και διαιωνίζει την δεισιδαιμονία που θέλουν να καταπολεμήσουν οι Επικούρειοι.
Η κοινωνιολογία των σοφιστών ήταν η μόνη που επιχείρησε να ερμηνεύσει επιστημονικά τον αρχαίο κόσμο. Στην ίδια παράδοση στηρίχθηκε και ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίουπεριέχεται σαφώς διατυπωμένη στην φιλοσοφία των Επικούρειων. Σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) είναι δώρα των θεών στους ανθρώπους. Ο Πλάτων γράφει στον Πρωταγόρα ότι ο Δίας λυπήθηκε τους ανθρώπους και έστειλε με τον Ερμή αιδώ τε και δίκην, ιν είεν πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας.
Για τους Επικούρειους η αιδώς και η δίκη δεν είναι χάρες των θεών στους θνητούς αλλά γεννήματα του λογικού, της μοναδικής ικανότητας του ανθρώπου να στοχάζεται. Το δίκαιο είναι μια συμφωνία που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί από την εμπειρία ότι εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι:
«Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο. Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους..»
Η δικαιοσύνη είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη:
«Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία – κατά τόπους και περιόδους – συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.»
«Πραγματικά δίκαιο θεωρείται μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, την ευτυχία τους, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι.»
«Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.»
«Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.»
Ο Έλληνας άνθρωπος γίνεται όχι μόνον το μέτρο των πάντων αλλά και ο δημιουργός της ευτυχίας του. Το τελευταίο ήταν ασύλληπτο τόσο για τις ιδεαλιστικές θεωρίες της πλατωνικής σχολής όσο και για τον ασιατικό θεοκρατικό δεσποτισμό. Είτε οι βασιλιάδες ήταν θεοί, είτε η γενιά τους ήταν θεϊκή· ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών, μαθητής του σπουδαίου Αριστοτέλη, τα ήξερε αυτά πολύ καλά όταν ανακήρυσσε τον εαυτό του γιο του Άμωνος Ρα. Αυτό που ήταν φυσικό για το πανικόβλητο αιγυπτιακό ιερατείο ήταν προσβολή για όσους Έλληνες είχαν ανατραφεί με το δημοκρατικό πνεύμα της ελληνικής πόλης. Οι Αθηναίοι της δημοκρατικής εποχής δεν προσκυνούσαν τους άρχοντες σαν θεούς. Στις ανατολικές και ιουδαϊκές μυθοπλασίες οι νόμοι δίνονταν κάποτε από τον θεό αυτοπροσώπως, στην ακμή της αθηναϊκής πολιτείας νομοθετούν οι άνθρωποι και οι θεοί παραμερίζονται ή γίνονται διακοσμητικοί. Αν και ο ίδιος ο Επίκουρος συμμετείχε σε λατρευτικές τελετές και θυσίες και ήταν εν γένει πιστός στους θεούς του, η θεολογία των ραβίνων τον στόλισε δεόντως και τον ταύτισε με τον Έλληνα άθεο φιλόσοφο· η λέξη επικούρ πέρασε στη γλώσσα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με την ίδια περίπου σημασία. [1]
Το δίκαιο και οι νόμοι είναι δημιουργήματα των ανθρώπων και αν κάποιος θεσπίζει νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, ο νόμος δεν είναι σύμφωνος με την φύση του δικαίου:
Ως κριτήριο μπαίνει η πρακτική ωφέλεια:
«Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια.»
«Εάν δε νόμον θήται τις, μη αποβαίνη δε κατά το συμφέρον της προς αλλήλους κοινωνίας, ουκέτι τούτων την του δικαίου φύσιν έχει.» Επίκουρος
Στην γνωστή θέση ότι και ο φόβος του θεού και της τιμωρίας θα κάνει πιο δίκαιους τους ανθρώπους, ο Οινοανδέας παραθέτει ως παράδειγμα τους θεοφοβούμενους Εβραίους και τους Αιγυπτίους οι οποίοι παρουσιάζονται ως οι πιο αχρείοι από όλους:
«Όλοι χωρίς εξαίρεση αδικούν, είτε από φόβο είτε για ευχαρίστηση οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι λόγω των νόμων είναι δίκαιοι -στο βαθμό, βέβαια, που είναι δίκαιοι- και λόγω των τιμωριών που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια.
Ακόμα κι αν υπάρχουν ανάμεσα τους κάποιοι ευσυνείδητοι λόγω ευσέβειας προς τους θεούς και όχι λόγω νόμων, είναι ελάχιστοι. Κι ούτε καν οι δυο και τρεις από δαύτους, που θα βρεθούν μέσα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, δεν είναι ακλόνητα ταγμένοι στο δίκαιο -γιατί δεν είναι σταθερά πεπεισμένοι ότι υπάρχει θεία πρόνοια. Καθαρή απόδειξη ότι η πίστη στους θεούς δεν μπορεί να αποτρέψει τα αδικήματα, είναι τα έθνη των Εβραίων και των Αιγυπτίων. Παρ’ ότι είναι οι πιο θεοφοβούμενοι ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς, είναι οι πιο αχρείοι από όλους. Χάρη σε ποιους θεούς, λοιπόν, θα γίνουν δίκαιοι οι άνθρωποι; Γιατί ούτε χάρη στους υπαρκτούς θεούς είναι δίκαιοι ούτε χάρη στους πλατωνικούς και σωκρατικούς δικαστές του Άδη.»
Είναι εντυπωσιακό ότι στην ελληνική ιστορία παρουσιάζονται πολλά πρόσωπα που συνδέθηκαν με θερμή φιλική αγάπη, υπέφεραν και θυσιάστηκαν ο ένας για τον άλλο. Από τη μυθολογία είναι γνωστοί ο Ηρακλής και ο Ιόλαος, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, ο Ορέστης και ο Πυλάδης και αργότερα οι Πυθαγόρειοι Δάμων και Φιντίας. Η φιλία, ως αξία, εκτιμάται πολύ στον αρχαίο κόσμο και κάθε φιλοσοφική σχολή είχε δική της θεωρία γιά το περιεχόμενο της. Ως προσωποποιημένη κοσμοπλαστική δύναμη προβάλλει στην κοσμογονία του Ησιόδου, (φιλότης και Νείκος). Οι σύντροφοι του Κήπου συνδέθηκαν μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλίες και ο ίδιος ο δάσκαλος φρόντιζε όλη του τη ζωή φίλους που βρέθηκαν σε ανάγκη. Θεωρούσαν σημάδι δυσπιστίας και όχι φιλίας το πυθαγόρειο κοινά τα των φίλων: «Τον τε Επίκουρον μη αξιούν εις το κοινόν κατατίθεσθαι τα ουσίας, καθά περ των Πυθαγόρα κοινά τα φίλων λέγονται· απιστούντων γαρ είναι το τοιούτον• ουδέ φίλων.»
Αλλού διαβάζουμε: «Μην κάνεις φιλίες ούτε μ’ αυτούς που είναι αμέσως διαθέσιμοι ούτε μ’ αυτούς που δείχνουν απροθυμία. Πρέπει, πάντως, ακόμα και να διακινδυνεύουμε για χάρη της φιλίας.»
«Ων η σοφία παρασκευάζεται εις την του όλου βίου μακαριότητα πολύ μέγιστον εστίν ή της φιλίας κτήσις.» (Επικ. Κύρια Δόξα, 27)
Σε ελεύθερη απόδοση: Από όλα τα αγαθά που μάς προσφέρει η σοφία ώστε να διασφαλίσουμε την ευτυχίας μιας ολόκληρης ζωής, το μέγιστο είναι να αποκτήσουμε φίλους.
«Πάσα φιλία δι’ εαυτήν αιρετή· αρχήν δε είληφεν από της ωφελείας.», (Επικ. Προσφ. 23)
Σε ελεύθερη απόδοση: Κάθε φιλία πρέπει να την επιλέγουμε για την αξία που έχει από μόνη της• όμως, έχει την αρχή της στην ωφέλεια.
«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας <της> παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας.», Επικ. Προσφ. 34
Σε ελεύθερη απόδοση: Δεν έχουμε τόσο ανάγκη την βοήθεια των φίλων, όσο την πίστη ότι θα μας βοηθήσουν όταν χρειαστεί.
«Ούθ’ ο την χρείαν επιζητών δια παντός φίλος, ούθ’ ο μηδέποτε συνάπτων• ο μεν γάρ καπηλεύει τη χάριτι την αμοιβήν, ο δε αποκόπτει την περί του μέλλοντος ευελπιστίαν.» Επικ. Προσφ. 39
«Αυτός που επιζητά συνεχώς βοήθεια και όφελος από την φιλία δεν είναι φίλος• ούτε είναι φίλοςεκείνος που καμιά φορά δεν συνδέει την ωφέλεια με τη φιλία• ο ένας εξαγοράζει με αμοιβές τη χάρη της φιλίας και ο άλλος ξεκόβει τις καλές ελπίδες για το μέλλον.»
Έπιχ. Προσφ. Ο γενναίος περί σοφίαν και φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ων το μεν εστί θνητόν αγαθόν, το δε αθάνατον.
«Για όσον καιρό βρισκόμαστε στο δρόμο της ζωής, ας προσπαθούμε να κάνουμε την επόμενη μέρα καλύτερη από την προηγούμενη. Κι όταν φτάσουμε στο τέρμα, ας χαρούμε γαλήνια.» (Επίκουρος)
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: «Μάρτυρες της αξεπέραστης καλοσύνης του ανθρώπου αυτού προς τους πάντες, είναι τόσο η ίδια του η πατρίδα που τον τίμησε με ορειχάλκινους ανδριάντες, όσο και οι φίλοι του, τόσο πολυάριθμοι σε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατο να μετρηθούν, αλλά και όσοι τον γνώρισαν προσωπικά και γοητεύτηκαν από τις σειρήνες της διδασκαλίας του.»
Θα ολοκληρώσουμε το σημείωμα με την περίφημη και αγχολυτική επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα:
«Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς
αλλά μίας και γεννήθηκες,
βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη (Θέογνις)
Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
«Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.»
Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Εστία
[2] Ανθολόγιο φιλοσοφικών κειμένων Γ’ Γυμνασίου, εκδόσεις ΟΕΔΒ
[3] Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος», 2004
[4] Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, επιμ. Γ. Αβραμίδης, θύραθεν εκδόσεις
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Epicurus
Οι Έλληνες της κλασικής εποχής αγαπούν τη ζωή και τα γήινα αγαθά, έχουν εμπιστοσύνη στο λογικό τους και πιστεύουν ότι μπορούν να εξηγήσουν ό,τι συμβαίνει γύρω τους με φυσικά αίτια. Ο άνθρωπος μπορεί να εξουσιάσει τη φύση και να δαμάσει τη μοίρα του. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Επίκουρου, όλη η πνευματική δραστηριότητα αξίζει για την ευχαρίστηση (ηδονή) που προσφέρει και έχει στόχο την γαλήνια αταραξία, να παραμερίσει κάθε πόνο του σώματος και της ψυχής (Παντός του αλγούντος υπεξαίρεσις).
Κατά τον αντίπαλο καραμπινιέρο Κικέρωνα, η Επικούρεια φιλοσοφία όργωσε την Ελλάδα, την Ιταλία και ολόκληρο τον βαρβαρικό κόσμο: Gaeciam, Italiam et totam barbariam.
Η μελέτη της δεν θεωρείται προνόμιο των μορφωμένων αν και χρειάζεται μια ελάχιστη τριβή με τα φιλοσοφικά κείμενα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Επίκουρος απορρίπτει την εγκύκλια μόρφωση της εποχής του, γιατί θόλωνε το μυαλό και μπέρδευε τους νέoυς ανθρώπους. Στην φιλοσοφία του, μάθηση και απόλαυση συμβαίνουν ταυτόχρονα:
«Στις άλλες ενασχολήσεις, γεύεσαι τον καρπό τους μόνον όταν αυτές ολοκληρωθούν, ενώ στη φιλοσοφία, τη γνώση και την ευχαρίστηση τις βιώνεις ταυτόχρονα. Γιατί η απόλαυση δεν έρχεται μετά τη μάθηση, αλλά μάθηση και απόλαυση πάνε μαζί.»
Η φιλοσοφική προπαίδεια, ας την πούμε έτσι, ήταν συχνά μια κοπιώδης και πρακτικά άγονη δραστηριότητα, η οποία προξενούσε περισσότερα προβλήματα από όσα ισχυριζόταν ότι θα λύσει.
Παιδείαν δε πάσα μακάριε, πάσαν φεύγε, τακάτιον αράμενος, να φεύγεις μακριά από κάθε εγκύκλια μόρφωση ανοίγοντας όλα τα πανιά, γράφει χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, σε επιστολή του προς τον Πυθοκλή που διασώζει ο Λαέρτιος.
Και αλλού: Μακαρίζω σε, ω Απελλή, ότι καθαρός πάσης παιδείας, επί φιλοσοφίαν εφόρμησας.
Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε μπλεγμένος σε δεκάδες άλυτα μεταφυσικά δεσμά ήταν κυρίαρχη στις περισσότερες φιλοσοφικές και μυστικιστικές διδασκαλίες. Δυσνόητες και γριφώδεις ήταν και οι διατυπώσεις των φιλοσοφικών θέσεων στις πιο πολλές σχολές. Αντιθέτως, ο παραγωγικότατος δάσκαλος του Κήπου έγραψε σε απλή και ζωντανή αρχαία ελληνική αττική διάλεκτο περισσότερα από τετρακόσια εγχειρίδια φιλοσοφίας, από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα. Σημαντικό ήταν επίσης το έργο πολλών Επικούρειων για περίπου επτά αιώνες, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στη συνέχεια. Ο Κωλώτης, μαθητής του Επίκουρου, κοροϊδεύει, (διαγελά και φαυλαρίζει) την σωκρατική αντίληψη ότι θα ανακαλύψεις την ουσία της έννοιας, αν δώσεις τον σωστό ορισμό της. Σε επιστολή προς τον Ηρόδοτο, διαβάζουμε:
«Κατ’ αρχήν, Ηρόδοτε, πρέπει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων να είναι δεδομένο, ώστε να μπορούμε να διατυπώνουμε κρίσεις για τα όσα πιστεύουμε ή αναζητούμε ή δεν καταλαβαίνουμε, έχοντάς τες ως συγκεκριμένα σημεία αναφοράς· κι όχι να μπερδευόμαστε μέσα σε ατέρμονες ερμηνείες, με το κάθε τι αξεκαθάριστο· αλλιώς, το μόνο που θα μας μείνει θα ‘ναι κούφιες λέξεις. Χρειάζεται απαραίτητα να μας είναι προφανές -χωρίς τη βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης-το πρωταρχικό νόημα της κάθε λέξης, αν θέλουμε να αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο, όταν αναζητούμε, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο ή όταν εκφέρουμε γνώμες. Κι επίσης, θα πρέπει οπωσδήποτε να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας και, δίχως άλλο, είτε στην άμεση αντίληψη του μυαλού είτε σε κάποιο άλλο κριτήριο, καθώς και στα υπαρκτά αισθήματα, ώστε να ‘χουμε μια βάση για να βγάζουμε συμπεράσματα και για αυτά που ακόμη περιμένουν επιβεβαίωση και για όσα δεν είναι προφανή.» (Επίκουρος)
Η φιλοσοφία χρειάζεται να ασχοληθεί με τις ανάγκες της ζωής. Και στις μέρες μας, είναι ίσως γοητευτικό και ευχάριστο για κάποιους να μελετήσουν το καρτεσιανό cogito και τις θαυμαστές ιδιότητες των μονάδων τουLeibnitz ή να εντρυφήσουν στις δεξιοτεχνίες των a priori τύπων και την προβληματική περί ουσίας, είναι όμως και εξαιρετικά πιθανόν, όποιος ξεκινήσει με τέτοια νεφελώματα να εγκαταλείψει σύντομα απογοητευμένος την προσπάθεια.
Επίκουρος έλεγεν την φιλοσοφίαν ενέργειαν είναι λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν. Σέξτος ο Εμπειρικός
Κάθε άνθρωπος, σε όλες τις εποχές και στο βαθμό που επιλέγει ελεύθερα τι θα διαβάσει, είναι απολύτως φυσικό να προτιμά όσα τον ωφελούν, όσα λύνουν προβλήματα της καθημερινής ζωής και του δίνουν απλές και πρακτικές συμβουλές για το πώς μπορεί να ζήσει πιο ευτυχισμένα τα χρόνια του. Η επιστήμη της ευτυχίας, αν μπορούμε να το γράψουμε έτσι, ως ιδέα και πρακτική κάνει τα πρώτα γενναία βήματά της στη σχολή του Επίκουρου και γονιμοποιεί την ήδη πλούσια παράδοση με τον Δημόκριτο και το σημαντικό κίνημα των Σοφιστών.
Ο πλούτος και η ματαιοδοξία
Οι αντιλήψεις των επικούρειων δέχτηκαν σφοδρότατη πολεμική και άντεξαν για αιώνες. Στις μέρες μας, ο Επίκουρος παραμένει γενικώς άγνωστος στο ευρύ κοινό, αν και είναι σαφώς πιο κατανοητός από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη.
Η βιομηχανία της κατανάλωσης ενδιαφέρθηκε επιλεκτικά για τις απόψεις των Επικούρειων περί ηδονής και κατέληξε να τις ταυτίσει χονδροειδώς με την προτίμηση στα εκλεκτά εδέσματα και τις λεπτές ηδονές. Κι ενώ πλήθος θρησκευτικοί συγγραφείς θεώρησαν τον υποτιθέμενο ηδονισμό ως αδύνατο σημείο της επικούρειας φιλοσοφίας, οι εμπορικές εταιρείες τον πρόβαλαν ως το βασικό της περιεχόμενο. Και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με μια ερμηνεία η μεθερμηνεία για προφανείς και διαφορετικούς λόγους. Είναι ιστορικά πασίγνωστη η αυτάρκεια του ευγενικού δασκάλου, όπως και η γενικότερη ολιγάρκεια των οπαδών του Κήπου. Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο· ο μάταιος αγώνας για την εξουσία και τα χρήματα είναι γεμάτος ενοχλητικά εμπόδια και οπωσδήποτε δεν εξασφαλίζει την επικούρεια αταραξία:
«Αν θέλεις να κυβερνάς τη ζωή σου σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, μάθε πως πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δε λείπει. Οι άνθρωποι επιθύμησαν τη δύναμη και τη δόξα για να στηρίξουν το έχει τους σε στέρεα θεμέλια και να μπορούν να ζουν τη ζωή τους ήσυχα μες στα πλούτη. Μάταιος κόπος. Στον αγώνα τους να φτάσουν ψηλά, σπέρνουν το δρόμο της ζωής με δυσκολίες και κινδύνους. Κι από την κορυφή, σαν κεραυνός ο φθόνος τούς χτυπά και τους γκρεμίζει με καταφρόνια μες σε τρομερά Τάρταρα. Γιατί από το φθόνο, όπως κι από τον κεραυνό, καίγονται οι ψηλές κορφές και κάθε τι που ξεχωρίζει πάνω από τ’ άλλα. Αξίζει περισσότερο να προσαρμόζεται κανείς ήσυχα παρά να θέλει να υποτάξει τον κόσμο στην εξουσία του και να κυβερνά βασίλεια. Ασ’ τους να χύνουν άσκοπα ματωμένο ιδρώτα εξουθενωμένοι, καθώς παλεύουν στο στενό μονοπάτι της φιλοδοξίας, αφού οι γνώσεις τους υπαγορεύονται από ξένα χείλη, κι οι επιθυμίες τους καθορίζονται από αυτά που ακούν από άλλους κι όχι απ’ τα δικά τους αισθήματα.» (Λουκρήτιος)
Και σε άλλο σημείο:
«Το να ικανοποιεί κανείς την φιλαργυρία του αδικώντας είναι ασέβεια, ενώ το να την ικανοποιεί χωρίς να αδικεί είναι αισχρό. Γιατί είναι απρέπεια να αποταμιεύει κανείς με γλοιώδη τρόπο, ακόμα κι αν το κάνει σύμφωνα με το δίκαιο.» Επίκουρος
Ο σοφός, ακόμα και τα αναγκαία για τη ζωή του αγαθά, ξέρει μάλλον να τα προσφέρει παρά να τα δέχεται. Τόσο μεγάλο θησαυρό έχει βρει στην αυτάρκεια. (Επίκουρος)
Οι διδασκαλία του Επίκουρου και όσων ακολούθησαν την σκέψη του διατηρεί την επικαιρότητα της, γιατί απλώς ο άνθρωπος, στην ατέλειωτη ποικιλομορφία του και σε όλη την ιστορική του διαδρομή έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Οι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις του Επίκουρου για την επιδίωξη της ηδονής, την αποφυγή του πόνου, την ανθρώπινη ματαιοδοξία και το κυνήγι του πλούτου επιβεβαιώνονται εμπειρικά μέχρι σήμερα. Αν πάρουμε ως μέτρο τον σκοπό της φύσης, η φτώχεια είναι μεγάλος πλούτος, ενώ ο απεριόριστος πλούτος είναι μεγάλη φτώχεια.
Και αλλού: «Δεν απομακρύνουν την ταραχή της ψυχής και δε φέρνουν την αληθινή χαρά ούτε ο μεγαλύτερος πλούτος που υπάρχει, ούτε oι τιμές και ο θαυμασμός των πολλών, ούτε κάποιο άλλο από τα πράγματα που δεν έχουν όρια.» Επίκουρος
Επιθυμία και κατανάλωση
Οι αντιλήψεις των φίλων του Κήπου για τις επιθυμίες, εφόσον οδηγούν στην φειδώ και στην εγκράτεια, πλήττουν ευθέως το κυρίαρχο φαντασιακό της κατανάλωσης που κυριαρχεί στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες στις μέρες μας.
Με χίλιους τρόπους και μεθόδους, ολόκληρη η βιομηχανία της διαφήμισης στέκεται απέναντι από τις διδαχές του Επίκουρου, ο οποίος συνιστά ούτε λίγο ούτε πολύ λιτότητα, αυτάρκεια – όσο είναι δυνατόν αυτό σε συνθήκες πολιτισμού – και λιγότερη κατανάλωση. Αν υποθέσουμε ότι τέτοιες ιδέες για τη ζωή μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το πώς συμπεριφέρονται οι πολίτες καταναλωτές, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής που μπορεί ενδεχομένως να διαδοθεί σε μεγαλύτερες κλίμακες. Τα φυσικά αγαθά των Επικούρειων δεν χρειάζεται να τα αγοράσεις, αφού μπορείς να τα αποκτήσεις εύκολα. Κανείς δεν αγόρασε ποτέ ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, την αγάπη των φίλων, τον έρωτα ή μια βόλτα στο δάσος… Ο πλούτος δεν βρίσκεται στις παράλογες επιθυμίες, αυτές που ξεπερνούν το αρχαιοελληνικό μέτρο: Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα λεφτά. Αφαίρεσε του την επιθυμία να πλουτίσει. Τον φυσικό πλούτο, όσα αγαθά χρειάζονται για την ευδαιμονία μας, μπορούμε να τον αποκτήσουμε εύκολα και είναι ορισμένος· ο πλούτος, όπως τον θέλει και τον φαντάζεται η αιώνια ματαιοδοξία των ανθρώπων, χάνεται στο άπειρο:
«Ο της φύσεως πλούτος και ώρισται και ευπόριστός εισίν. Ο δε των κενών δοξών εις άπειρον εκπίπτει.» Επίκουρος
Το σεξ
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, οι Επικούρειοι απορρίπτουν τόσο τις ακολασίες όσο και την ταλαιπωρία του σώματος με εκούσιες στερήσεις. Η σάρκα διεκδικεί τα δικαιώματά της, δεν αποθεώνεται όμως, ούτε περιφρονείται:
«Με πληροφορείς ότι η σάρκα σου σε οδηγεί πολύ συχνά στις σεξουαλικές ηδονές. Εάν ούτε τους νόμους παραβαίνεις ούτε τα καλά ήθη διαταράσσεις, ούτε κάποιον από τους συνανθρώπους σου στενοχωρείς, ούτε το σώμα σου βλάπτεις, ούτε τα πράγματα που έχεις ανάγκη σπαταλάς, τότε να διαθέτεις όπως θέλεις τον εαυτό σου σε σχέση μ’ αυτή την επιθυμία σου. Όμως δεν υπάρχει τρόπος να μη συμβεί κάτι από τα παραπάνω. Γιατί οι σεξουαλικές ηδονές ποτέ δεν ωφέλησαν· καλό θα ήταν και να μην έβλαπταν.» (Μητρόδωρος).
«Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις· αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.» (Επίκουρος)
Τα άστρα και τα ζώδια
Η αστρονομία ή αστρολογία κατά τους Επικούρειους θεωρείται καθαρή απάτη και αγυρτεία. Ο σωστός φιλόσοφος δεν δίνει σημασία στα τεχνάσματα των αστρολόγων. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι εξακριβώσεις καμωμένες με επιμονή και κόπο, για την ανατολή και τη δύση του ηλίου, τις τροχιές των πλανητών και τις κινήσεις των άστρων. Οι γνώσεις αυτές δεν θεωρούνται ωφέλιμες, αφού δεν γαληνεύουν την ψυχή του ανθρώπου, δεν θεραπεύουν τις ανησυχίες και δεν διώχνουν το άγχος του για τα υπερκόσμια και τις απροσδόκητες μεταβολές της τύχης. Αν γνωρίσουμε όλα τα σχετικά με την αστρολογία, αλλά αγνοούμε την πραγματική οικονομία του κόσμου και τους λόγους για τους οποίους κινούνται τα άστρα, ο φόβος (βλάβη και σύγχυσις του μακαρίου) θα συνεχίζει να φωλιάζει στην ψυχή μας. Ο Επίκουρος δίνει απλές και μηχανικές εξηγήσεις για την κίνηση των άστρων, τα ουράνια φαινόμενα, ακόμα και για τις αστραπές, τους κεραυνούς του τιμωρού Δία και τις τρικυμίες που σήκωνε οργισμένος ο Ποσειδώνας.
Η αναγκαιότητα της περιστροφικής κίνησης των πλανητών προέκυψε κατά τη γέννηση του κόσμου και καμιά Ύπαρξη δεν έχει αναλάβει εργολαβικά την διεύθυνση τους σαν δημόσιο καθήκον:
«Δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι οι κινήσεις και οι περιστροφές των ουράνιων σωμάτων, οι εκλείψεις, η ανατολή κι η δύση τους και όλα τα φαινόμενα αυτού του είδους, προκαλούνται από κάποια Ύπαρξη που έχει αναλάβει τη διεύθυνση τους σαν δημόσιο καθήκον (λειτουργούντος), και που κανονίζει ή θα κανονίζει για πάντα αυτά τα φαινόμενα, ενώ ταυτόχρονα κατέχει την τέλεια μακαριότητα και την αθανασία. Γιατί οι έγνοιες, οι φροντίδες, οι θυμοί και οι εύνοιες δεν συμβιβάζονται με την μακαριότητα· πηγάζουν από αδυναμία και φόβο και εξάρτηση από τους άλλους. Ούτε πρέπει να πιστεύουμε πως τα άστρα, που δεν είναι παρά συμπυκνωμένο πυρ, κατέχουν τη μακαριότητα και κινούνται όπως θέλουν. Στις λέξεις που χρησιμοποιούμε για τέτοιες έννοιες, θα πρέπει να τηρούμε τη σοβαρότητα που αρμόζει σε κάθε μεγαλείο, έτσι ώστε να μην προκύπτει τίποτα που να ‘ρχεται σε αντίθεση με το μεγαλείο (του Θείου), Διαφορετικά, η ίδια η αντίφαση θα προκαλέσει τη μεγαλύτερη ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές. Θα πρέπει λοιπόν να δεχτούμε πως αυτή η αναγκαιότητα της περιστροφικής κίνησης των άστρων προέκυψε από τη διαμόρφωση, κατά τη γέννηση του κόσμου, των συμπυκνώσεων στις οποίες ενεπλάκη η ύλη.» (Επίκουρος)
Ο επικουρικός ορισμός της τέχνης είναι να δουλεύεις αυτό που υπηρετεί τη ζωή:
«Τέχνη εστί μέθοδος ενεργούσα τω βίω τω συμφέρον.»
Λάθε βιώσας
Η φράση Λάθε βιώσας είναι το κλασικό επικούρειο «σύνθημα» και σημαίνει: «ζήσε απαρατήρητος, έχε αθόρυβη ζωή, ξέφυγε από τους πολλούς». Ο αναχωρητισμός των οπαδών του Κήπου και η αποχή τους από τις πολιτικές υποθέσεις, είναι χρήσιμο να εξεταστούν έχοντας υπόψιν το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής, ολόκληρη δηλαδή την ιστορική περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκε και εξελίχθηκε ο Επικουρισμός. Η αθηναϊκή δημοκρατία έχει εκπέσει προ πολλού, ακολούθησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η ήττα των Αθηναίων, οι σπαρτιατικές λόγχες στην Ακρόπολη και η τυραννία στην πόλη της Παλλάδας. Στη συνέχεια θα έρθουν οι Μακεδόνες με τον Μέγα Αλέξανδρο, τα ελληνιστικά χρόνια και αργότερα οι Ρωμαίοι.
Η πολιτική δράση σε τέτοιες συνθήκες, η εξουσία και η πολυπραγμοσύνη δημιουργούν άγχος και ταραχές στην ψυχή των ανθρώπων, είτε άρχουν, είτε άρχονται:
«Οι πιο πολλοί άνθρωποι όταν ησυχάζουν είναι σα ναρκωμένοι κι όταν δραστηριοποιούνται είναι σαν λυσσασμένοι.» Επίκουρος
«Τίποτα δεν σου προσφέρει τόση ευθυμία, όσο το να μη μπλέκεσαι με πολλά-πολλά, να μην επιχειρείς δύσκολα πράγματα και να μην πιέζεις τον εαυτό σου πέρα από τις δυνάμεις σου. Όλα αυτά προκαλούν ταραχή στη φύση του ανθρώπου. Τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την ευτυχία έχει η ψυχική μας διάθεση, κύριοι της οποίας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Η στράτευση είναι δύσκολη υπόθεση, ακόμα κι όταν διοικείς άλλους.» Διογένης Οινοανδέας
Η επίδοση στην ρητορική τέχνη, είναι κάτι που γεμίζει τον άνθρωπο με ταραχή και αγωνία για το αν θα μπορέσει να πείσει τους άλλους. Γιατί λοιπόν να τρέχουμε πίσω από πράγματα που τα ορίζουν άλλοι;
«Πρέπει γελώντας να φιλοσοφούμε, να φροντίζουμε το σπίτι μας και να χρησιμοποιούμε ό,τι άλλο διαθέτουμε, χωρίς ποτέ να πάψουμε να διαδίδουμε αυτά που διδάσκει η αληθινή φιλοσοφία.» Επίκουρος, Κύριες Δόξες
Σους επόμενους αιώνες, οι διαφορές της ελληνικής φιλοσοφίας με τις δοξασίες της ανατολής είναι σημαντικές. Οι Έλληνες μόνο μπορούν να φιλοσοφήσουν, λέει ο ίδιος ο Επίκουρος. Τα ατέλειωτα πλήθη της ανατολής που εκστράτευσαν εναντίον των Ελλήνων στη διάρκεια των περσικών πολέμων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τον λαό που συνέτριψε τις ορδές των Μήδων στο Μαραθώνα και τις Πλαταιές. «Ο δε Επίκουρος έμπαλιν υπολαμβάνει μόνους φιλοσοφήσαι Έλληνας δύνασθαι», γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρείας. Η φιλοσοφία ταυτίζεται με την ιωνική παιδεία και μόνον στο περιβάλλον της ελληνικής πόλης μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η διαδεδομένη εικόνα του εθελόδουλου Ασιάτη, και όχι κάποια ρατσιστική αντίληψη, οδήγησε πιθανώς τον Επίκουρο στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία είναι προνόμιο των Ελλήνων. Κατά τον ίδιο, η σοφία δεν μπορούσε να ριζώσει σε κάθε σωματική κατασκευή ούτε σε όλα τα έθνη:
«Ουδέ μην εκ πάσης σώματος έξεως σοφόν γενέσθαι αν ούδ’ εν παντί έθνει (δοκεί Επικούρω)», αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος. [1] Οι θεοί του Επίκουρου, μιλούσαν Ελληνικά.
Η αλήθεια των αισθήσεων
Οι άνθρωποι πρέπει να μελετούν τη φύση, γιατί αυτό τους κάνει περήφανους και ανεξάρτητους;
«Η μελέτη της φύσης δεν κάνει τους ανθρώπους κομπαστές ούτε πολυλογάδες, ούτε και τέτοιους που να επιδεικνύουν την, αξιοζήλευτη για τους πολλούς, μόρφωσή τους, αλλά υπερήφανους και ανεξάρτητους ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία των δικών τους αγαθών, και όχι σε ξένα πράγματα.» Επίκουρος, Κύριες Δόξες
«Κι όποιος νομίζει ότι τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ομολογεί ο ίδιος ότι δεν μπορεί να ισχυριστεί ούτε καν αυτό. Δεν αξίζει τώρα ν’ ανοίξω διάλογο με έναν άνθρωπο που στη θέση των ποδιών έβαλε το κεφάλι.»
Οι αισθήσεις μας, τα δεδομένα δηλαδή του αισθητηριακού μηχανισμού, είναι το κριτήριο της αλήθειας. Το απόσπασμα αναφέρεται στο Σωκράτη και το περίφημο Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα (Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα, Πλάτωνας, Απολογία):
«Μα ας το δεχτούμε πως ξέρει καλά ότι τίποτα δεν είναι γνωστό. Θα τον ρωτούσα αφού δεν βλέπεις πουθενά την αλήθεια, πώς μπορείς να ξέρεις τι μπορεί να γίνει γνωστό και τι όχι, και ποια είναι τα σημάδια του αληθινού και του ψεύτικου, και τι σου έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίζεις το αμφίβολο από το βέβαιο;»
«Θα βρεις ότι οι αισθήσεις μας είναι εκείνες που πρωτοδημιούργησαν το κριτήριο της αλήθειας, και πως οι αισθήσεις δε γίνεται να βγουν ψεύτικες: θα πρέπει να θεωρούμε πιο αξιόπιστο ό,τι από μόνο του μπορεί με το αληθινό να νικήσει το ψεύτικο. Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός, βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει• οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής.»
Ο Λουκρήτιος αναφέρει σχετικά:
«Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αισθήσεων στις οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα αμφιβολία και σύγχυση.»
«Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ‘χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.»
«Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση.»
Οι Ερινύες
Όπως γνωρίζουμε, μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, στο βασιλιά Στρόφιο, που ήταν θείος του. Ύστερα από χρόνια, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με το φίλο και ξάδελφό του Πυλάδη, και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της. Οι Ερινύες, όμως, οι θεές της εκδίκησης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και δικάστηκε στον Άρειο Πάγο, όπου με την ψήφο της θεάς Αθηνάς αθωώθηκε. Κατά τον Επίκουρο, τα ομοιώματα των πλασμάτων που καταδίωκαν τον Ορέστη ήταν πραγματικά, κινητοποίησαν δηλαδή τις αισθήσεις του, μόνο που δεν ήταν σώματα στερεά. Αναλόγως, προκειμένου να απαντήσει στις βεβαιότητες χιλιάδων ανθρώπων, λέει ότι και οι θεοί είναι φτιαγμένοι από πολύ λεπτά μόρια, και μπορούσαν να εμφανιστούν, μακάριοι και άφθαρτοι στους θνητούς:
«Όλα τα αισθητά είναι αληθινά και κάθε εντύπωση είναι προϊόν υπαρκτού πράγματος, και ορίζεται από το αντικείμενο που κινεί την αίσθηση. Γελιούνται όσοι υποστηρίζουν ότι άλλες εντυπώσεις είναι αληθινές κι άλλες ψευδείς· κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στη γνώμη και στο ολοφάνερο. Στην περίπτωση του Ορέστη, που του φάνηκε πως είδε τις Ερινύες, η μεν αίσθηση του, κινητοποιημένη από τα ομοιώματα (των Ερινυών) ήταν αληθινή, καθώς τα ομοιώματα υπήρχαν. Ο νους του όμως, νομίζοντας πως οι Ερινύες ήσαν σώματα στερεά., έκανε λάθος.» Επίκουρος
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα όνειρα δεν έχουν θεϊκή φύση ούτε μαντική δύναμη, αλλά γεννιούνται από τις εικόνες που εισέρχονται στο υποσυνείδητο.»
Οι κόσμοι μπορεί να είναι άπειροι: «Μα και οι κόσμοι είναι άπειροι· και οι όμοιοι με τον δικό μας και οι ανόμοιοι. Καθώς τα άτομα είναι άπειρα, όπως δείξαμε πριν, διανύουν τις πιο μακρινές αποστάσεις. Και τα άτομα απ’ τα οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας κόσμος, δεν εξαντλούνται σε ένα κόσμο ούτε σε ορισμένο αριθμό κόσμων -είτε μοιάζουν αυτοί οι κόσμοι με το δικό μας είτε είναι αλλιώτικοι. Τίποτα, λοιπόν, δεν αποκλείει το να είναι άπειροι οι κόσμοι.»
Η τύχη
Ο σοφός αναλαμβάνει τις ευθύνες του και δεν τις ρίχνει στην Τύχη ή την οργή των θεών. Καμμιά μεταφυσική δύναμη δεν επηρεάζει τη ζωή μας, οι θεοί δεν είναι τιμωροί ούτε ευεργέτες, ούτε οργίζονται, ούτε γαληνεύουν, κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε με την θεία και μακάρια φύση τους. Η τύχη ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου και μπορεί να μάς διδάξει να εκτιμούμε την καλοτυχία και να προετοιμαζόμαστε για τα κακά:
«Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα όσα μας φέρνει η τύχη· μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την καλοτυχία και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται κακά· μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη.» Επίκουρος
Ο σοφός ορίζει το βίο του με φρόνηση, λογική και ορθή κρίση: «Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό· τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.»
«Καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση.»
Και αλλού: «Σε έχω προλάβει, τύχη, και σου έχω κλείσει όλες τις πόρτες της ζωής μου, και ούτε σ’ εσένα ούτε σε καμιάν άλλη από τις εξωτερικές συνθήκες θα παραδοθούμε. Κι όταν έρθει ο καιρός να φύγουμε, θα φτύσουμε περήφανα τη ζωή και όσους, μάταια, είναι εξαρτημένοι από αυτήν, και θα την εγκαταλείψουμε μ’ ένα ωραίο τραγούδι που θα λέει πόσο όμορφα ζήσαμε.» (Μητρόδωρος)
Οι ποιητές
Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ποιητές, ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο τραγικός Αισχύλος και ο μεγαλόστομος Πίνδαρος κατακρίνονται γιατί σκόρπιζαν τον φόβο και την ταραχή στα μυαλά των ανθρώπων. Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχής στην παρούσα ζωή και η μελλοντική δεν υπάρχει. Ο εκλιπών περνάει οριστικά στην κατάσταση της ανυπαρξίας, όπως ακριβώς ήταν πριν γεννηθεί. Οι μακάριοι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι του βίου ούτε κλαίνε ούτε θρηνούν όταν έρθει η ώρα να παραχωρήσουν τη θέση τους σε τόσα παιδιά που περιμένουν να γεννηθούν. Να πενθούμε τους φίλους όχι με θρήνους αλλά φυλάσσοντας τη μνήμη τους: Συμπαθούντες τοις φίλοις ου θρηνούντες αλλά φροντίζοντες.
Οι ορφικές διδασκαλίες περί αθάνατης ψυχής και η μυστικιστική σαβούρα της ανατολής που εισήλθαν στον ρωμαϊκό κόσμο απορρίπτονται με μάλλον απλά επιχειρήματα που στηρίζονται στην ριζοσπαστική υλιστική παράδοση των Ιώνων. Η κριτική ξεκινάει από πραγματικές και εγκόσμιες αφορμές Η ποίηση θρέφει και διαιωνίζει την δεισιδαιμονία που θέλουν να καταπολεμήσουν οι Επικούρειοι.
Το δίκαιο και ο νόμος
Η κοινωνιολογία των σοφιστών ήταν η μόνη που επιχείρησε να ερμηνεύσει επιστημονικά τον αρχαίο κόσμο. Στην ίδια παράδοση στηρίχθηκε και ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίουπεριέχεται σαφώς διατυπωμένη στην φιλοσοφία των Επικούρειων. Σύμφωνα με τους ιδεαλιστές, η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) είναι δώρα των θεών στους ανθρώπους. Ο Πλάτων γράφει στον Πρωταγόρα ότι ο Δίας λυπήθηκε τους ανθρώπους και έστειλε με τον Ερμή αιδώ τε και δίκην, ιν είεν πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας.
Για τους Επικούρειους η αιδώς και η δίκη δεν είναι χάρες των θεών στους θνητούς αλλά γεννήματα του λογικού, της μοναδικής ικανότητας του ανθρώπου να στοχάζεται. Το δίκαιο είναι μια συμφωνία που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί από την εμπειρία ότι εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι:
«Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο. Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους..»
Η δικαιοσύνη είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη:
«Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία – κατά τόπους και περιόδους – συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.»
«Πραγματικά δίκαιο θεωρείται μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, την ευτυχία τους, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι.»
«Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.»
«Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.»
Ο Έλληνας άνθρωπος γίνεται όχι μόνον το μέτρο των πάντων αλλά και ο δημιουργός της ευτυχίας του. Το τελευταίο ήταν ασύλληπτο τόσο για τις ιδεαλιστικές θεωρίες της πλατωνικής σχολής όσο και για τον ασιατικό θεοκρατικό δεσποτισμό. Είτε οι βασιλιάδες ήταν θεοί, είτε η γενιά τους ήταν θεϊκή· ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών, μαθητής του σπουδαίου Αριστοτέλη, τα ήξερε αυτά πολύ καλά όταν ανακήρυσσε τον εαυτό του γιο του Άμωνος Ρα. Αυτό που ήταν φυσικό για το πανικόβλητο αιγυπτιακό ιερατείο ήταν προσβολή για όσους Έλληνες είχαν ανατραφεί με το δημοκρατικό πνεύμα της ελληνικής πόλης. Οι Αθηναίοι της δημοκρατικής εποχής δεν προσκυνούσαν τους άρχοντες σαν θεούς. Στις ανατολικές και ιουδαϊκές μυθοπλασίες οι νόμοι δίνονταν κάποτε από τον θεό αυτοπροσώπως, στην ακμή της αθηναϊκής πολιτείας νομοθετούν οι άνθρωποι και οι θεοί παραμερίζονται ή γίνονται διακοσμητικοί. Αν και ο ίδιος ο Επίκουρος συμμετείχε σε λατρευτικές τελετές και θυσίες και ήταν εν γένει πιστός στους θεούς του, η θεολογία των ραβίνων τον στόλισε δεόντως και τον ταύτισε με τον Έλληνα άθεο φιλόσοφο· η λέξη επικούρ πέρασε στη γλώσσα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με την ίδια περίπου σημασία. [1]
Το δίκαιο και οι νόμοι είναι δημιουργήματα των ανθρώπων και αν κάποιος θεσπίζει νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, ο νόμος δεν είναι σύμφωνος με την φύση του δικαίου:
«Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, (το συμφέρον της προς αλλήλους κοινωνίας) τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.» [2]
Ως κριτήριο μπαίνει η πρακτική ωφέλεια:
«Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια.»
«Εάν δε νόμον θήται τις, μη αποβαίνη δε κατά το συμφέρον της προς αλλήλους κοινωνίας, ουκέτι τούτων την του δικαίου φύσιν έχει.» Επίκουρος
Στην γνωστή θέση ότι και ο φόβος του θεού και της τιμωρίας θα κάνει πιο δίκαιους τους ανθρώπους, ο Οινοανδέας παραθέτει ως παράδειγμα τους θεοφοβούμενους Εβραίους και τους Αιγυπτίους οι οποίοι παρουσιάζονται ως οι πιο αχρείοι από όλους:
«Όλοι χωρίς εξαίρεση αδικούν, είτε από φόβο είτε για ευχαρίστηση οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι λόγω των νόμων είναι δίκαιοι -στο βαθμό, βέβαια, που είναι δίκαιοι- και λόγω των τιμωριών που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια.
Ακόμα κι αν υπάρχουν ανάμεσα τους κάποιοι ευσυνείδητοι λόγω ευσέβειας προς τους θεούς και όχι λόγω νόμων, είναι ελάχιστοι. Κι ούτε καν οι δυο και τρεις από δαύτους, που θα βρεθούν μέσα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, δεν είναι ακλόνητα ταγμένοι στο δίκαιο -γιατί δεν είναι σταθερά πεπεισμένοι ότι υπάρχει θεία πρόνοια. Καθαρή απόδειξη ότι η πίστη στους θεούς δεν μπορεί να αποτρέψει τα αδικήματα, είναι τα έθνη των Εβραίων και των Αιγυπτίων. Παρ’ ότι είναι οι πιο θεοφοβούμενοι ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς, είναι οι πιο αχρείοι από όλους. Χάρη σε ποιους θεούς, λοιπόν, θα γίνουν δίκαιοι οι άνθρωποι; Γιατί ούτε χάρη στους υπαρκτούς θεούς είναι δίκαιοι ούτε χάρη στους πλατωνικούς και σωκρατικούς δικαστές του Άδη.»
Η φιλία
Είναι εντυπωσιακό ότι στην ελληνική ιστορία παρουσιάζονται πολλά πρόσωπα που συνδέθηκαν με θερμή φιλική αγάπη, υπέφεραν και θυσιάστηκαν ο ένας για τον άλλο. Από τη μυθολογία είναι γνωστοί ο Ηρακλής και ο Ιόλαος, ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, ο Ορέστης και ο Πυλάδης και αργότερα οι Πυθαγόρειοι Δάμων και Φιντίας. Η φιλία, ως αξία, εκτιμάται πολύ στον αρχαίο κόσμο και κάθε φιλοσοφική σχολή είχε δική της θεωρία γιά το περιεχόμενο της. Ως προσωποποιημένη κοσμοπλαστική δύναμη προβάλλει στην κοσμογονία του Ησιόδου, (φιλότης και Νείκος). Οι σύντροφοι του Κήπου συνδέθηκαν μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλίες και ο ίδιος ο δάσκαλος φρόντιζε όλη του τη ζωή φίλους που βρέθηκαν σε ανάγκη. Θεωρούσαν σημάδι δυσπιστίας και όχι φιλίας το πυθαγόρειο κοινά τα των φίλων: «Τον τε Επίκουρον μη αξιούν εις το κοινόν κατατίθεσθαι τα ουσίας, καθά περ των Πυθαγόρα κοινά τα φίλων λέγονται· απιστούντων γαρ είναι το τοιούτον• ουδέ φίλων.»
Αλλού διαβάζουμε: «Μην κάνεις φιλίες ούτε μ’ αυτούς που είναι αμέσως διαθέσιμοι ούτε μ’ αυτούς που δείχνουν απροθυμία. Πρέπει, πάντως, ακόμα και να διακινδυνεύουμε για χάρη της φιλίας.»
«Ων η σοφία παρασκευάζεται εις την του όλου βίου μακαριότητα πολύ μέγιστον εστίν ή της φιλίας κτήσις.» (Επικ. Κύρια Δόξα, 27)
Σε ελεύθερη απόδοση: Από όλα τα αγαθά που μάς προσφέρει η σοφία ώστε να διασφαλίσουμε την ευτυχίας μιας ολόκληρης ζωής, το μέγιστο είναι να αποκτήσουμε φίλους.
«Πάσα φιλία δι’ εαυτήν αιρετή· αρχήν δε είληφεν από της ωφελείας.», (Επικ. Προσφ. 23)
Σε ελεύθερη απόδοση: Κάθε φιλία πρέπει να την επιλέγουμε για την αξία που έχει από μόνη της• όμως, έχει την αρχή της στην ωφέλεια.
«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας <της> παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας.», Επικ. Προσφ. 34
Σε ελεύθερη απόδοση: Δεν έχουμε τόσο ανάγκη την βοήθεια των φίλων, όσο την πίστη ότι θα μας βοηθήσουν όταν χρειαστεί.
«Ούθ’ ο την χρείαν επιζητών δια παντός φίλος, ούθ’ ο μηδέποτε συνάπτων• ο μεν γάρ καπηλεύει τη χάριτι την αμοιβήν, ο δε αποκόπτει την περί του μέλλοντος ευελπιστίαν.» Επικ. Προσφ. 39
«Αυτός που επιζητά συνεχώς βοήθεια και όφελος από την φιλία δεν είναι φίλος• ούτε είναι φίλοςεκείνος που καμιά φορά δεν συνδέει την ωφέλεια με τη φιλία• ο ένας εξαγοράζει με αμοιβές τη χάρη της φιλίας και ο άλλος ξεκόβει τις καλές ελπίδες για το μέλλον.»
Έπιχ. Προσφ. Ο γενναίος περί σοφίαν και φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ων το μεν εστί θνητόν αγαθόν, το δε αθάνατον.
«Για όσον καιρό βρισκόμαστε στο δρόμο της ζωής, ας προσπαθούμε να κάνουμε την επόμενη μέρα καλύτερη από την προηγούμενη. Κι όταν φτάσουμε στο τέρμα, ας χαρούμε γαλήνια.» (Επίκουρος)
Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει: «Μάρτυρες της αξεπέραστης καλοσύνης του ανθρώπου αυτού προς τους πάντες, είναι τόσο η ίδια του η πατρίδα που τον τίμησε με ορειχάλκινους ανδριάντες, όσο και οι φίλοι του, τόσο πολυάριθμοι σε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατο να μετρηθούν, αλλά και όσοι τον γνώρισαν προσωπικά και γοητεύτηκαν από τις σειρήνες της διδασκαλίας του.»
Μπορούμε να ζήσουμε σαν θεοί
Θα ολοκληρώσουμε το σημείωμα με την περίφημη και αγχολυτική επιστολή του Επίκουρου προς τον Μενοικέα:
«Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας · όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για να αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς
αλλά μίας και γεννήθηκες,
βιάσου να διαβείς τις πύλες τον Άδη (Θέογνις)
Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.» (Επίκουρος) [4]
«Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου• και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.»
Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Εστία
[2] Ανθολόγιο φιλοσοφικών κειμένων Γ’ Γυμνασίου, εκδόσεις ΟΕΔΒ
[3] Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος», 2004
[4] Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, επιμ. Γ. Αβραμίδης, θύραθεν εκδόσεις
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Epicurus