Θέλω να ξέρεις πως δεν έσβησε,
μέσα μου η πύρινη ματιά σου
κι αυτά τα χρόνια που δε μ’ έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου!
Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ’ οδηγούσε,
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα ονείρατά μου κυβερνούσε.
Κι όταν ο άγριος πόνος μ’ έπνιγεν,
εσέναν έκραζα βοήθεια,
και συ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια!
Θέλω να ξέρεις κι ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ’ εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα.
Κι εκεί σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια σου, τα μυστικά μου,
σου’δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου’λέγα: “Λαχταρά η καρδιά μου
να μπει μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι”.
Κι εσύ τη δεχόσουν, της έδινες
ξεκούρασμα και αραξοβόλι!
Κι οπού κι αν βρέθηκα, μονάχη μου
ή μες στο βούισμα του κόσμου,
ήσουν εσύ παντού και πάντοτε
ο μυστικός σύντροφός μου.
Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
και όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θενά τα ζω κοντά σου!
Κι όταν ο Χάρος, που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα,
τέλος, κινήσει κι έρθει να με βρει,
προτού μ’ αυτόνε φύγω πέρα,
θέλω να ξέρεις πως μ’ εσένανε
τα στενά λόγια θα μιλήσω,
κι αργά μ’ εσέ, για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο Βράχο θα κινήσω.
~
από την ποιητική συλλογή "Κίτρινες Φλόγες"
μέσα μου η πύρινη ματιά σου
κι αυτά τα χρόνια που δε μ’ έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου!
Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ’ οδηγούσε,
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα ονείρατά μου κυβερνούσε.
Κι όταν ο άγριος πόνος μ’ έπνιγεν,
εσέναν έκραζα βοήθεια,
και συ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια!
Θέλω να ξέρεις κι ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ’ εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα.
Κι εκεί σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια σου, τα μυστικά μου,
σου’δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου’λέγα: “Λαχταρά η καρδιά μου
να μπει μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι”.
Κι εσύ τη δεχόσουν, της έδινες
ξεκούρασμα και αραξοβόλι!
Κι οπού κι αν βρέθηκα, μονάχη μου
ή μες στο βούισμα του κόσμου,
ήσουν εσύ παντού και πάντοτε
ο μυστικός σύντροφός μου.
Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
και όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θενά τα ζω κοντά σου!
Κι όταν ο Χάρος, που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα,
τέλος, κινήσει κι έρθει να με βρει,
προτού μ’ αυτόνε φύγω πέρα,
θέλω να ξέρεις πως μ’ εσένανε
τα στενά λόγια θα μιλήσω,
κι αργά μ’ εσέ, για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο Βράχο θα κινήσω.
~
από την ποιητική συλλογή "Κίτρινες Φλόγες"
Η Θεώνη Δρακοπούλου (Κωνσταντινούπολη, 1885 - Αθήνα, 1968) ήταν ηθοποιός και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Η ποίηση ήταν διέξοδος στον ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της Θεώνης Δρακοπούλου. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, έγραφε, απελπισμένη, για τον έρωτα αλλά και γεμάτη αγάπη για τη φύση, ποιήματα τα οποία διέτρεχαν το πάθος και η ειλικρίνεια. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η 27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. [Βιογραφία]