O Επίκουρος είχε θέσει ως βάση του όλου στοχασμού αναφορικά με τον φυσικό κόσμο την προτεραιότητα της αισθητηριακής αντίληψης.
Η μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις προηγείται και είναι ανώτερη από κάθε τέτοιο στοχασμό ή θεωρία. Οι αισθήσεις αποτελούν το βασικότερο κριτήριο της αλήθειας.
Όλη η έρευνα αναφορικά με την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου πρέπει να αρχίζει από τη μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις και σταθερά να παραπέμπει σ’ αυτήν. Aυτό το γνωσιολογικό αξίωμα αντανακλά την οντολογική δομή του φυσικού κόσμου, την οποία
πραγματεύεται η ατομική θεωρία.
Ο ανθρώπινος κόσμος περιορίζεται και οριοθετείται από τον φυσικό κόσμο, και κατά συνέπεια καθορίζεται από τους ίδιους φυσικούς νόμους που διέπουν τον φυσικό κόσμο. Άρα, το ίδιο ακριβώς γνωσιολογικό αξίωμα ισχύει και για την οντολογική δομή του ανθρώπινου κόσμου και -τουλάχιστον εν μέρει- αντανακλά τη φύση του.
Έχουμε δει, επιπλέον, ότι η συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων μπορεί αρχικά να νοηθεί ως αντίστοιχη της κίνησης των επιμέρους ατόμων της ύλης. Και τα δύο έχουν φυσικό βάρος, το οποίο προκαλεί την ελεύθερη πτώση ή βαρυτική κίνηση αντίστοιχα, και χαράζει την πορεία τους μέσα στο χώρο. Στην περίπτωση των ανθρώπινων ατόμων, έχω υποστηρίξει ότι το φυσικό αυτό βάρος μπορεί να νοηθεί ως μια δύναμη που ενυπάρχει στην ίδια τη μαγνητική διπολικότητα της βιολογικής τους συνθήκης: γέννηση και θνητότητα. Κάθε μεμονωμένο ανθρώπινο άτομο, παρόμοια με τα μεμονωμένα άτομα της ύλης, χαράζει τη φυσική του τροχιά από τη γέννηση στο θάνατο’ ένα μοντέλο και ένα πεπρωμένο κοινό σε όλους.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με το άτομο της ύλης, και πριν ακόμη από οποιαδήποτε «παρέκκλιση», το ανθρώπινο άτομο είναι εφοδιασμένο με εξοπλισμό (τα αισθητήρια όργανα) που ανταποκρίνεται επαρκώς στη φυσική σύσταση του κόσμου. Τα ανθρώπινα άτομα, λοιπόν, δεν είναι μόνο δέσμια της ατομικής τους -κι ωστόσο κοινής— μοίρας’ είναι επίσης δέσμια των αισθητηριακών τους αντιλήψεων. Οι αισθήσεις είναι αρχέγονες και μη ανασκευάσιμες, κοινές σε όλους. Προηγούνται της φυσικής γλώσσας και έχουν το προβάδισμα έναντι κάθε έρευνας και κάθε λόγου περί των αντικείμενων της εμπειρίας.
Από τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας, τα δύο πρώτα, οι αισθήσεις και τα πάθη, έχουν να κάνουν με την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας. Οι πρώτες αντιστοιχούν πιο άμεσα στην εμπειρία του κόσμου, ενώ τα δεύτερα αναφέρονται σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φυσιο-ψυχολογική εμπειρία του υποκειμένου και, ιδιαίτερα, εμπειρία της ηδονής και του πόνου. Τα δύο πρώτα κριτήρια της αλήθειας αντανακλούν την ατομική δομή της πραγματικότητας και τα δύο έχουν να κάνουν με την πρώτης τάξεως εμπειρία και ως εκ τούτου ισχύουν για το σύνολο του έμβιου κόσμου. Εντούτοις, τα συναισθήματα/συγκινήσεις (πάθη) εισάγουν μια δυνάμει ψυχολογική διάσταση στην εμπειρία που βιώνει το άτομο, του κόσμου και των άλλων. Με άλλα λόγια, άπτονται της κρίσιμης ένωσης και αλληλεπίδρασης σώματος και νου.
Όσο ξεκάθαρη και αν είναι η μαρτυρία των παθών για τον προσδιορισμό των «επιλογών και των αποφυγών» (αιρέσεων και φυγών) -των κύριων παραμέτρων της ανθρώπινης πράξης-, εντούτοις η ψυχολογική ή νοητική πλευρά της εμπειρίας του ατόμου δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο Επίκουρος πραγματικά θα την εξερευνήσει και θα την χρησιμοποιήσει με ένα πολύ σημαντικό τρόπο στην ηθική του θεωρία.
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα κριτήρια της αλήθειας, το τρίτο κριτήριο, η πρόληψις, σημαίνει μια δεύτερης τάξεως εμπειρία. Μέσω της φυσικής γλώσσας προκαλείται μια διαδικασία σχηματισμού εννοιών ή εικόνων, που αντιστοιχεί με μεγαλύτερη ακρίβεια στην ανθρώπινη ικανότητα αφαίρεσης. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι το τέταρτο και πιο προβληματικό από τα κριτήρια, η διορατική σύλληψη του νου (φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας) προχωρεί ακόμη πιο πέρα, με σκοπό να εισάγει μια λογική λειτουργία του νου (λογισμός) πάνω στην αρχική αδιαμεσολάβητη μαρτυρία την οποία παρέχουν οι αισθήσεις και τα πάθη και διαχειρίζεται η πρόληψις.
Θα υποστηρίξω ότι η ηθική θεωρία του Επίκουρου περιλαμβάνει -και ανάγεται σ’ αυτά- τα δύο διακριτά επίπεδα αλήθειας, ακολουθώντας τόν σχεδόν ταυτόσημο χειρισμό τους, πάντα στο πλαίσιο του φυσικού κόσμου. Τόσο η υποδομή όσο και το εποικοδόμημα της επικούρειας οντογνωσιολογίας εφαρμόζονται στην κοινωνική και ηθική εμπειρία των ανθρώπινων όντων.
Θα επισημάνω, ωστόσο, ότι ακριβώς όπως οι αισθήσεις είναι πρωτογενείς και θεμελιακές για την θεώρηση των φαινομένων του φυσικού κόσμου, έτσι και τα πάθη είναι θεμελιακά για την κατανόηση των επιλογών και αποφυγών γενικά (δηλαδή σε σχέση με τον κόσμο των έμβιων όντων συνολικά) και επιπλέον, μέσω της ψυχολογικής διάστασης που εισάγουν τα πάθη, γίνονται απαραίτητο πεδίο αναφοράς ειδικά για την ανθρώπινη, δηλαδή την κοινωνική και ηθική εμπειρία. Ως έναυσμα της ανθρώπινης πράξης αλλά και για τον καθορισμό των δυνατοτήτων, των ορίων και εντέλει του νοήματος της πράξης, τα πάθη έχουν θεμελιακό χαρακτήρα.
Στην ηθική θεωρία του Επίκουρου, αποτελούν το πιο σημαντικό κριτήριο της γνωσιολογικής υποδομής, καθώς παρέχουν άμεση, επαληθεύσιμη μαρτυρία όσον αφορά την πρώτης τάξεως εμπειρία μας του ανθρώπινου κόσμου, του κόσμου της πράξης και της ευθύνης. Σ’ αυτόν πρέπει τώρα να στραφούμε.
Η μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις προηγείται και είναι ανώτερη από κάθε τέτοιο στοχασμό ή θεωρία. Οι αισθήσεις αποτελούν το βασικότερο κριτήριο της αλήθειας.
Όλη η έρευνα αναφορικά με την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου πρέπει να αρχίζει από τη μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις και σταθερά να παραπέμπει σ’ αυτήν. Aυτό το γνωσιολογικό αξίωμα αντανακλά την οντολογική δομή του φυσικού κόσμου, την οποία
πραγματεύεται η ατομική θεωρία.
Ο ανθρώπινος κόσμος περιορίζεται και οριοθετείται από τον φυσικό κόσμο, και κατά συνέπεια καθορίζεται από τους ίδιους φυσικούς νόμους που διέπουν τον φυσικό κόσμο. Άρα, το ίδιο ακριβώς γνωσιολογικό αξίωμα ισχύει και για την οντολογική δομή του ανθρώπινου κόσμου και -τουλάχιστον εν μέρει- αντανακλά τη φύση του.
Έχουμε δει, επιπλέον, ότι η συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων μπορεί αρχικά να νοηθεί ως αντίστοιχη της κίνησης των επιμέρους ατόμων της ύλης. Και τα δύο έχουν φυσικό βάρος, το οποίο προκαλεί την ελεύθερη πτώση ή βαρυτική κίνηση αντίστοιχα, και χαράζει την πορεία τους μέσα στο χώρο. Στην περίπτωση των ανθρώπινων ατόμων, έχω υποστηρίξει ότι το φυσικό αυτό βάρος μπορεί να νοηθεί ως μια δύναμη που ενυπάρχει στην ίδια τη μαγνητική διπολικότητα της βιολογικής τους συνθήκης: γέννηση και θνητότητα. Κάθε μεμονωμένο ανθρώπινο άτομο, παρόμοια με τα μεμονωμένα άτομα της ύλης, χαράζει τη φυσική του τροχιά από τη γέννηση στο θάνατο’ ένα μοντέλο και ένα πεπρωμένο κοινό σε όλους.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με το άτομο της ύλης, και πριν ακόμη από οποιαδήποτε «παρέκκλιση», το ανθρώπινο άτομο είναι εφοδιασμένο με εξοπλισμό (τα αισθητήρια όργανα) που ανταποκρίνεται επαρκώς στη φυσική σύσταση του κόσμου. Τα ανθρώπινα άτομα, λοιπόν, δεν είναι μόνο δέσμια της ατομικής τους -κι ωστόσο κοινής— μοίρας’ είναι επίσης δέσμια των αισθητηριακών τους αντιλήψεων. Οι αισθήσεις είναι αρχέγονες και μη ανασκευάσιμες, κοινές σε όλους. Προηγούνται της φυσικής γλώσσας και έχουν το προβάδισμα έναντι κάθε έρευνας και κάθε λόγου περί των αντικείμενων της εμπειρίας.
Από τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας, τα δύο πρώτα, οι αισθήσεις και τα πάθη, έχουν να κάνουν με την άμεση εμπειρία της πραγματικότητας. Οι πρώτες αντιστοιχούν πιο άμεσα στην εμπειρία του κόσμου, ενώ τα δεύτερα αναφέρονται σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φυσιο-ψυχολογική εμπειρία του υποκειμένου και, ιδιαίτερα, εμπειρία της ηδονής και του πόνου. Τα δύο πρώτα κριτήρια της αλήθειας αντανακλούν την ατομική δομή της πραγματικότητας και τα δύο έχουν να κάνουν με την πρώτης τάξεως εμπειρία και ως εκ τούτου ισχύουν για το σύνολο του έμβιου κόσμου. Εντούτοις, τα συναισθήματα/συγκινήσεις (πάθη) εισάγουν μια δυνάμει ψυχολογική διάσταση στην εμπειρία που βιώνει το άτομο, του κόσμου και των άλλων. Με άλλα λόγια, άπτονται της κρίσιμης ένωσης και αλληλεπίδρασης σώματος και νου.
Όσο ξεκάθαρη και αν είναι η μαρτυρία των παθών για τον προσδιορισμό των «επιλογών και των αποφυγών» (αιρέσεων και φυγών) -των κύριων παραμέτρων της ανθρώπινης πράξης-, εντούτοις η ψυχολογική ή νοητική πλευρά της εμπειρίας του ατόμου δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο Επίκουρος πραγματικά θα την εξερευνήσει και θα την χρησιμοποιήσει με ένα πολύ σημαντικό τρόπο στην ηθική του θεωρία.
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα κριτήρια της αλήθειας, το τρίτο κριτήριο, η πρόληψις, σημαίνει μια δεύτερης τάξεως εμπειρία. Μέσω της φυσικής γλώσσας προκαλείται μια διαδικασία σχηματισμού εννοιών ή εικόνων, που αντιστοιχεί με μεγαλύτερη ακρίβεια στην ανθρώπινη ικανότητα αφαίρεσης. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι το τέταρτο και πιο προβληματικό από τα κριτήρια, η διορατική σύλληψη του νου (φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας) προχωρεί ακόμη πιο πέρα, με σκοπό να εισάγει μια λογική λειτουργία του νου (λογισμός) πάνω στην αρχική αδιαμεσολάβητη μαρτυρία την οποία παρέχουν οι αισθήσεις και τα πάθη και διαχειρίζεται η πρόληψις.
Θα υποστηρίξω ότι η ηθική θεωρία του Επίκουρου περιλαμβάνει -και ανάγεται σ’ αυτά- τα δύο διακριτά επίπεδα αλήθειας, ακολουθώντας τόν σχεδόν ταυτόσημο χειρισμό τους, πάντα στο πλαίσιο του φυσικού κόσμου. Τόσο η υποδομή όσο και το εποικοδόμημα της επικούρειας οντογνωσιολογίας εφαρμόζονται στην κοινωνική και ηθική εμπειρία των ανθρώπινων όντων.
Θα επισημάνω, ωστόσο, ότι ακριβώς όπως οι αισθήσεις είναι πρωτογενείς και θεμελιακές για την θεώρηση των φαινομένων του φυσικού κόσμου, έτσι και τα πάθη είναι θεμελιακά για την κατανόηση των επιλογών και αποφυγών γενικά (δηλαδή σε σχέση με τον κόσμο των έμβιων όντων συνολικά) και επιπλέον, μέσω της ψυχολογικής διάστασης που εισάγουν τα πάθη, γίνονται απαραίτητο πεδίο αναφοράς ειδικά για την ανθρώπινη, δηλαδή την κοινωνική και ηθική εμπειρία. Ως έναυσμα της ανθρώπινης πράξης αλλά και για τον καθορισμό των δυνατοτήτων, των ορίων και εντέλει του νοήματος της πράξης, τα πάθη έχουν θεμελιακό χαρακτήρα.
Στην ηθική θεωρία του Επίκουρου, αποτελούν το πιο σημαντικό κριτήριο της γνωσιολογικής υποδομής, καθώς παρέχουν άμεση, επαληθεύσιμη μαρτυρία όσον αφορά την πρώτης τάξεως εμπειρία μας του ανθρώπινου κόσμου, του κόσμου της πράξης και της ευθύνης. Σ’ αυτόν πρέπει τώρα να στραφούμε.
Avraam Koen – Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ