Α η νύχταις του Γεννάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείναις ταις στιγμαίς και σ' ανταμόνω,
κι' ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι' ακούω τα πρώτα.
Απελπισμέναις νύχταις του Γεννάρη αυτουνού,
σαν φεύγ' η οπτασία και μ' αφίνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική -
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, παν τα σπίτια, παν τα φώτα·
σβύνει και χάνετ' η μορφή σου η ερωτική.
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείναις ταις στιγμαίς και σ' ανταμόνω,
κι' ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι' ακούω τα πρώτα.
Απελπισμέναις νύχταις του Γεννάρη αυτουνού,
σαν φεύγ' η οπτασία και μ' αφίνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική -
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, παν τα σπίτια, παν τα φώτα·
σβύνει και χάνετ' η μορφή σου η ερωτική.
(1904)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)