Αʹ.
Εἶπ’ ὁ Ἀβενήρ· «Ἄχ! ἦρθες πλειά! πρὶ διηγηθῶ, πρὶν κρίνῃς
δός μου φιλὶ στὸ μάγουλο καὶ τὸ καλό μου εὐκήσου.»
Τοῦ εὐκήθηκα, τὸν φίλησα στὸ μάγουλο καὶ κεῖνος·
«Ἀπὸ τὴν ὥρα πὤστειλε γιὰ τὴν θωριά σου, ὦ φίλε,
ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἤπιαμε, δὲ φάγαμε, οὔτε ὣς νἄρθῃς
ἐσὺ μὲ τὴν καλόκαρδη βεβαίωση ἀπ’ τὴ σκηνή του
πίσω νὰ πῇς ποῦ ἀκόμα ζῇ, δὲ θὰ λαμπρύνῃ μέλι
ὣς τότε μήτε καὶ νερὸ τὸ χεῖλι μας θὰ βρέξῃ.
Ὅτι ἀπ’ τῆς μαύρης μεσινῆς σκηνῆς τὴν ἀφωνία
τρεῖς μέρες τώρα οἱ δοῦλοι σου δὲν ἀγροικῆσαν νἄβγῃ
οὔτ’ ἕνας ἦχος προσευκῆς οὔτε δοξολογίας
νὰ μαρτυρήσῃ π’ ὁ Σαοὺλ μὲ τὸ στοιχειὸ τελειῶσαν
τὸ πάλεμά τους κ’ ἔγυρε μ’ ὅλο τὸ θρίαμβό του
ὁ βασιλέας στὴ ζωὴ λιγόθυμος ὀπίσω.
Βʹ.
Μὰ τώρα, ἀγαπημένε μου, λαχτάρισε ἡ καρδιά μου!
Τέκνο Θεοῦ, μὲ τὴ δροσιά του ἐπάνω στὰ χρυσά σου
μαλλιὰ τὰ μυριοχάριτα καὶ μὲ τὰ κρίνα τοῦτα
γαλάζια καὶ ὁλοζώντανα ἀκόμα, ὅτι κομμένα
γιὰ νὰ πλεχτοῦν ἀνάμεσα στὴς ἅρπας σου τὰ τέλια,
καθὼς νὰ μὴν ἐμάνιζε τώρ’ ἄγριο τὸ λιοπύρι
γιὰ τύραγνο τῆς ἔρημος.»
Γʹ.
Ὡς ἔπρεπε, ἐγὼ τότε
στὸ Θεὸ τῶν πατέρων μου γονατιστὸς προσπέφτω
καὶ πάλε ἀνασηκόνομαι στὰ πόδια καὶ τρεχάτος
περνῶ τ`ον ἄμμο, σὰν μπουχὸ φρυμμένον. Σφαλισμένη
τὴν τέντα βρίσκω, ἀπὸ τὴ γῆς ξεμπήχνω τὸ κοντάρι
ποῦ ἐμπόδαε, σκύφτω κάτουθε καὶ ἀκολουθάω τὸ δρόμο
πασπατευτὰ στὸ γλυτερὸ χορτάρι, μαραμένο
καὶ σάπιο, π’ ὣς τὸ δεύτερο κλεῖσμ’ ἁπλονότουν, χέρια
καὶ πόδια σέρνοντας ὣς κεῖ ποῦ νιώθω ν’ ἀνεμίζῃ
τὸ παραπέτασμ’ ἀνοιχτό. Προσεύκομαι καὶ πάλε,
τραβῶ τὸ παραπέτασμα καὶ μπαίνω καὶ δὲν τρέμω,
μὸν λέγω· «Ἐδῶ εἶναι ὁ δοῦλος σου Δαυίδ.» Φωνὴ δὲν κρένει.
Ἀρχὴ ἀρχὴ δὲν βλέπ’ ὀμπρὸς παρὰ μαυρίλα, λίγο
στερνὰ κἄτι μαυρήτερο ξανοίγω ἀπ’ τὴ μαυρίλα.—
Ὁ στύλος εἶναι ὁ μεσινὸς πλατύκορμος κι’ ὁλόρθος
ποῦ τὸ παβιόνι ἀναβαστᾷ, κι’ ἀργὰ στὰ βλέμματά μου
κατὰ τὸ στύλο ἀκκουμπιστὴ γιγάντια μεγαλόνει
πλειὸ μαύρη ἀπ’ ὅλα μιὰ μορφή. Μι’ ἀχτίδα ἡλιοῦ κατόπι
τρυπᾷ τῆς τέντας τὴ σκεπὴ καὶ τὸ Σαοὺλ μοῦ δείχνει.
Δʹ.
Ἐστέκοτουν ὁλόϊσος σὰν τῆς σκηνῆς τὸ στύλο,
μὲ μπράτσα ὁλάνοιχτα, στὰ δυὸ τεντόξυλα ἁπλωμένα
ποῦ, σταυρωτὰ στὴ μέση, πᾶν ἀπὸ μιὰν ἄκρη σ’ ἄλλη.
Οὔτ’ ἕνα νεῦρο του ἔντονε, μὸν κρέμοτουν ἐκεῖθε
καθὼς τὸ βασιλόφιδο τόμου τοῦ ἐρθοῦν οἱ πόνοι,
ἀπ’ τὴ γενιά του ξέμακρα τὴν ἀλλαξιὰ προσμένει
καὶ ἀπὸ τὸν πεῦκο κρέμεται βαρύτατο, ὣς ποῦ νἄρθῃ
ἡ λευτεριὰ τὴν ἄνοιξη — παρόμοια ἀγκομαχοῦσε
βουβὸς τυφλὸς ὣς καὶ ὁ Σαοὺλ ξερὸς καὶ ἀσβολωμένος.
Εʹ.
Εἶπ’ ὁ Ἀβενήρ· «Ἄχ! ἦρθες πλειά! πρὶ διηγηθῶ, πρὶν κρίνῃς
δός μου φιλὶ στὸ μάγουλο καὶ τὸ καλό μου εὐκήσου.»
Τοῦ εὐκήθηκα, τὸν φίλησα στὸ μάγουλο καὶ κεῖνος·
«Ἀπὸ τὴν ὥρα πὤστειλε γιὰ τὴν θωριά σου, ὦ φίλε,
ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἤπιαμε, δὲ φάγαμε, οὔτε ὣς νἄρθῃς
ἐσὺ μὲ τὴν καλόκαρδη βεβαίωση ἀπ’ τὴ σκηνή του
πίσω νὰ πῇς ποῦ ἀκόμα ζῇ, δὲ θὰ λαμπρύνῃ μέλι
ὣς τότε μήτε καὶ νερὸ τὸ χεῖλι μας θὰ βρέξῃ.
Ὅτι ἀπ’ τῆς μαύρης μεσινῆς σκηνῆς τὴν ἀφωνία
τρεῖς μέρες τώρα οἱ δοῦλοι σου δὲν ἀγροικῆσαν νἄβγῃ
οὔτ’ ἕνας ἦχος προσευκῆς οὔτε δοξολογίας
νὰ μαρτυρήσῃ π’ ὁ Σαοὺλ μὲ τὸ στοιχειὸ τελειῶσαν
τὸ πάλεμά τους κ’ ἔγυρε μ’ ὅλο τὸ θρίαμβό του
ὁ βασιλέας στὴ ζωὴ λιγόθυμος ὀπίσω.
Βʹ.
Μὰ τώρα, ἀγαπημένε μου, λαχτάρισε ἡ καρδιά μου!
Τέκνο Θεοῦ, μὲ τὴ δροσιά του ἐπάνω στὰ χρυσά σου
μαλλιὰ τὰ μυριοχάριτα καὶ μὲ τὰ κρίνα τοῦτα
γαλάζια καὶ ὁλοζώντανα ἀκόμα, ὅτι κομμένα
γιὰ νὰ πλεχτοῦν ἀνάμεσα στὴς ἅρπας σου τὰ τέλια,
καθὼς νὰ μὴν ἐμάνιζε τώρ’ ἄγριο τὸ λιοπύρι
γιὰ τύραγνο τῆς ἔρημος.»
Γʹ.
Ὡς ἔπρεπε, ἐγὼ τότε
στὸ Θεὸ τῶν πατέρων μου γονατιστὸς προσπέφτω
καὶ πάλε ἀνασηκόνομαι στὰ πόδια καὶ τρεχάτος
περνῶ τ`ον ἄμμο, σὰν μπουχὸ φρυμμένον. Σφαλισμένη
τὴν τέντα βρίσκω, ἀπὸ τὴ γῆς ξεμπήχνω τὸ κοντάρι
ποῦ ἐμπόδαε, σκύφτω κάτουθε καὶ ἀκολουθάω τὸ δρόμο
πασπατευτὰ στὸ γλυτερὸ χορτάρι, μαραμένο
καὶ σάπιο, π’ ὣς τὸ δεύτερο κλεῖσμ’ ἁπλονότουν, χέρια
καὶ πόδια σέρνοντας ὣς κεῖ ποῦ νιώθω ν’ ἀνεμίζῃ
τὸ παραπέτασμ’ ἀνοιχτό. Προσεύκομαι καὶ πάλε,
τραβῶ τὸ παραπέτασμα καὶ μπαίνω καὶ δὲν τρέμω,
μὸν λέγω· «Ἐδῶ εἶναι ὁ δοῦλος σου Δαυίδ.» Φωνὴ δὲν κρένει.
Ἀρχὴ ἀρχὴ δὲν βλέπ’ ὀμπρὸς παρὰ μαυρίλα, λίγο
στερνὰ κἄτι μαυρήτερο ξανοίγω ἀπ’ τὴ μαυρίλα.—
Ὁ στύλος εἶναι ὁ μεσινὸς πλατύκορμος κι’ ὁλόρθος
ποῦ τὸ παβιόνι ἀναβαστᾷ, κι’ ἀργὰ στὰ βλέμματά μου
κατὰ τὸ στύλο ἀκκουμπιστὴ γιγάντια μεγαλόνει
πλειὸ μαύρη ἀπ’ ὅλα μιὰ μορφή. Μι’ ἀχτίδα ἡλιοῦ κατόπι
τρυπᾷ τῆς τέντας τὴ σκεπὴ καὶ τὸ Σαοὺλ μοῦ δείχνει.
Δʹ.
Ἐστέκοτουν ὁλόϊσος σὰν τῆς σκηνῆς τὸ στύλο,
μὲ μπράτσα ὁλάνοιχτα, στὰ δυὸ τεντόξυλα ἁπλωμένα
ποῦ, σταυρωτὰ στὴ μέση, πᾶν ἀπὸ μιὰν ἄκρη σ’ ἄλλη.
Οὔτ’ ἕνα νεῦρο του ἔντονε, μὸν κρέμοτουν ἐκεῖθε
καθὼς τὸ βασιλόφιδο τόμου τοῦ ἐρθοῦν οἱ πόνοι,
ἀπ’ τὴ γενιά του ξέμακρα τὴν ἀλλαξιὰ προσμένει
καὶ ἀπὸ τὸν πεῦκο κρέμεται βαρύτατο, ὣς ποῦ νἄρθῃ
ἡ λευτεριὰ τὴν ἄνοιξη — παρόμοια ἀγκομαχοῦσε
βουβὸς τυφλὸς ὣς καὶ ὁ Σαοὺλ ξερὸς καὶ ἀσβολωμένος.
Εʹ.
Τότε τὴν ἅρπα ἐχούρδισα, — τῆς ἔβγαλα τὰ κρίνα
ποῦ πλέκουμε στὰ τέλια της ἀνάμεσα μὴ λάχῃ
καὶ σκάσουν στοῦ μεσημεριοῦ τὸ βάρος ἀπὸ κάτω
σ’ ἀχτίδες ποῦ ’ναι σὰ σπαθιά — κ’ ἐκείνη ἔπαιξα πρῶτα
τὴ μελωδία π’ ὅλα μας τὰ πρόβατα γνωρίζουν
σὰ φτάνουν ἥμερα ἥμερ τὸ ’να κατόπι στ’ ἄλλο
ὣς νὰ γενῇ τὸ μάντρισμα μὲς τὴν μπασιὰ τῆς στάνης.
Εἶν’ ἄσπρα, δὲν τὰ ξέσπισαν οἱ βάτοι, γιατί, δές τα,
ἔβοσκαν κεῖ ποῦ τὰ ψηλὰ χορτάρια καταπνίγουν
στὴ ρεμματιά τους τὰ νερά. Τό’ να κατόπι στ’ ἄλλο
τὴν κατοικιὰ τώρα ζητοῦν ὡς τὸ να τ’ ἄλλο ἀστέρι,
σύντα βραδυάσῃ, ἀκολουθᾷ στὰ γαλανὰ τὰ ὕψη
τὰ μακρυσμένα — γαλανὰ καὶ μακρυσμέν ὤ πόσο!
ΣΤʹ.
Στερνὰ τὸν ἦχο, ποῦ γι’ αὐτὸν στὸ σιταρόκαμπ’ ὅλα
τὰ ὀρτύκια τὰ συντρόφια τους θ’ ἀφήσουν καὶ πετῶντας
τὸν ἁρπιστὴ θ’ ἀκολουθοῦν· κατόπι αὐτὸν ποῦ ἀνάβει
τοὺς τζίτζικες καὶ ἀπόκοτα παλεύουν συνατοί τους.
Ὕστερα ὅ,τι ἔχει δύναμη στ’ ἀμμόσπιτό του ἀπ’ ὄξω
νὰ σταματήσῃ σκεφτικὸ τὸ γλήγωρο διπόδι
παρόμοιο θᾶμα σὰν κι’ αὐτὸ δὲν εἶναι· τὸ μισό του
εἶναι πουλί, τἄλλο μισὸ ποντίκι! Ἐποίησ’ ὅλα
ὁ Ὕψιστος τὰ πλάσματα κ’ ἔδωκε σ’ ὅλα ἀγάπες
καὶ φόβους πὤδοσε κ’ ἐμᾶς, δηλῶντας πῶς εἰμάστε
τέκνα του ἐδῶ κεῖνα κ’ ἐμεῖς, ὅλα οἰκογένεια μία.
καὶ φόβους πὤδοσε κ’ ἐμᾶς, δηλῶντας πῶς εἰμάστε
τέκνα του ἐδῶ κεῖνα κ’ ἐμεῖς, ὅλα οἰκογένεια μία.
Ζʹ.
Ἔπαιξ’ ἀπέκεια τὸ σκοπό, ποῦ στὴ δουλειὰ βοηθάει
τοὺς θεριστάδες, τοῦ κρασιοῦ τραγοῦδι, ὅντας τὸ χέρι
σφίγγει τὸ χέρι, φιλικὰ μάτι φωτίζει μάτι
καὶ ξεχειλίζοντας καρδιὲς μεγάλες γένουντ’ ἕνα,
ἕνα στὸ νόημα τῆς ζωῆς πὤχει αὐτὴ ἡ λέξη· ἀπέκεια
τὸ ὑστερινὸ τοῦ βάρεσα τραγοῦδι ποῦ παινεύει
τὸν πεθαμένο στὸ ὕστερο ταξίδι — «Πάρετέ τον,
πάρτε τον μὲ τὰ λίγα του φταιξίματα κλεισμένα
σὰν τὰ σβησμένα λούλουδα! Γιὰ τὴν παρηγοριά μας
δὲν εἶναι βαρσαμόσποροι; Κανένας ὅμοιός του
στὸ νεκροκρέββατο στρωτὸς δὲν ἄφησε τὸν τόπο.
Ἄχ! νὰ ἦταν βολετὸ νὰ μὴ σὲ χάσουμε, ἀδερφὲ μου!»
Ἔπειτα ἐκεῖνο τῆς χαρᾶς, τοῦ γάμου τὸ τραγοῦδι,—
προβαίνουν πρῶτα οἱ κορασιὲς καὶ πίσω τους ἐκείνη
ποῦ τὴν παινᾶμε γιὰ ὀμορφιὰ καὶ τοῦ σπιτιοῦ καμάρι.
Καὶ τὸ μεγάλον ὅστερα πολεμιστήριο ἦχο
ὅπου ἄντρας τρέχει σ’ ἄλλου ἀντρὸς τὸ πλάϊ βοήθειά του
γιὰ νὰ στυλώσῃ ἀσάλευτη καμάρα ποῦ νὰ σπάσῃ
τίποτε πλειὰ δὲ θὰ μπορῇ· ποιὸς θὰ πειράξῃ τώρα
τοὺς φίλους μας; — Καὶ ἀρχίνησα στερνὰ τὴ μελωδία,
πῶς οἱ λευίτες στὸ βωμὸ σὲ δόξα θρονιασμένοι
ἐπάνω πᾶν. Μὰ ἐστάθηκα γιατὶ μὲς τὸ σκοτάδι
ἄκουσα τότε τὸ Σαοὺλ νὰ βογγοαναστενάζῃ.
Ηʹ.
Κ’ ἔπαψα, καὶ τὴν ἀνεπνοιά μου ἐκράτησα, σὲ τέτοια
σιωπὴ καὶ ἀναμερίζοντας ἀφοκραζόμουν· κι’ ὅλη
μὲ μιᾶς ἡ τέντα ἐτράνταξε, γιατὶ ἀνατριχιασμένος
ἀνατινάχτηκε ὁ Σαοὺλ ὁ δυνατὸς καὶ σπίθες
ἄρχισαν καὶ σαϊτεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ πετράδια,
ποῦ ξάφνου στῆς τιάρας του τὸ τίναγμα ἐξυπνῆσαν·
ἀπ’ τ’ ἀντρειωμέν’ ἀρχοντικὰ ζαφείρια, ἀπ’ τὰ ρουμπίνια
τὰ ψυχερὰ καὶ γκαρδιωμένα, μόνο στὸ κεφάλι·
μὰ τὸ κορμὶ δὲ σάλεψε κι’ ἔμεινε ὁλόϊσο ἀκόμα
κρεμάμενο. Τότ’ ἔσκυψα καὶ πάλι στὸ παιγνίδι
καὶ ἀπείραχτ’ ἀκολούθησα νὰ παίζω τραγουδῶντας, —
Θʹ.
«Χαρὰ στὴν πρώτη μπόρεση τῆς ἀντρειᾶς μας, ὅταν
ὅλες γροικιοῦνται ἀμάλαγες οἱ δύναμές μας, κάθε
μούσκουλο ἀσπέδιστ’, ὅλα μας τὰ νεῦρα τεντωμένα!
Ἄγριες χαρὲς πὤχ’ ἡ ζωή! Τὸ πήδημ’ ἀπὸ βράχο
σὲ βράχο, τὸ ξεσπάσιμο τὸ στανικὸ τῶν κλώνων
τοῦ πεύκου, τ’ ἀργυρόηχο χτύπημα κρύο βουτῶντας
στῆς λίμνης τὰ ὁλοζώντανα νερὰ καὶ τῆς ἀρκούδας
τὸ σπήλιο κα`ι ἡ κουφόβραση, σημάδι πῶς ὁ λιόντας
μὲς τὴ μονιά του κοίτεται· καὶ τὸ φαγεῖ, κ’ οἱ πλούσιοι
χουρμάδες μὲ χρυσόσκονη θεϊκιὰ κιτρινισμένοι,
καὶ τῶν μαστάκων μουσκευτὴ μὲς τὸ κουροῦπ’ ἡ σάρκα,
καὶ ἡ πλέρια ρουφηξιὰ κρασὶ καὶ τὸ κοιμῆσι μέσα
σὲ στεγνωμένες ρεματιές, ὅπου οἱ βουρλὲς διηγοῦνται
πῶς πρὶν καλά, χαϊδευτικὰ συνείθιζαν νεράκια
νὰ μουρμουρίζουν. Τί καλὴ ποῦ ’ναι ζωὴ τ’ ἀνθρώπου,
ἡ καθαυτὸ ζήση καὶ πῶς ἐπιταυτοῦ πλασμένη
καρδιά, ψυχὴ καὶ αἴστησες γιὰ πάντα ν’ ἀφιερόνῃ
μεταχαρᾶς! Ἀγάπησες τ’ ἄσπρα σγουρὰ τοῦ γέρου
πατέρα σου, ποῦ ἐφύλαξες τὴ σπάθη σου, ὅταν κεῖνος
σ’ ἔστειλ ἐμπιστεμμένον του μὲ τὰ φουσάτα του ὅλα,
γι’ ἀντιμοιριὰ τρισένδοξη; Καὶ τ’ ἄσαρκα εἶδες χέρια
τῆς μάννας σου, ποῦ τά ’σκονε, σύντα τριγύρω ἐλέγαν
κεινοῦ ποῦ ἀράδα ἐμίσεψε τὸ σιγανὸ τραγοῦδι;
καὶ ἄκουσες τὴν ἀτάλικη λαλιά της, σὰ μποροῦσε,
στὴ μαρτυριὰ νὰ σμίγεται, «Ἄς μολογήσῃ κι’ ἄλλος,
πὤζησα, ποῦ εἶδα τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι ἐπιζωῆς μου,
κι’ ὅλα γιὰ τὸ καλύτερο»; Κατόπι ἐτραγουδῆσαν
ἀνάμεσα στὰ δάκρυα τους καὶ στὸν τρανὸ θρίαμβό τους
ὄχι πολὺ μὰ ὅ,τι ἔμενε. Τ’ ἀδέρφια σου θυμᾶσαι
βοήθεια καὶ συνέρισμα, τὸ δούλεμα, οὗθε ἐβγῆκε
κάτι ὅμοιο σὰν ἀπ’ τὰ τζαμπιὰ ποῦ βράζουν στραγγισμένο
βγαίνει τὸ σπίρτο λαγαρό; Τοὺς φίλους σου τῶν χρόνων
τῶν παιδικῶν, ἀπαντοχὴ καὶ θιαμασμὸ γεμάτων,
τοτεσινὰ ταξίματα κ’ ἐρχάμενη εὐλογία
παρέκει ἀπ’ ὅσο θὰ μπορῇ τὸ μάτι νὰ ξανοίξῃ,—
ὣς ποῦ, γιὰ ἰδές, μεγάλωσες μονάρχης καὶ δικός σου
ἔγινε ὁλόκληρος λαὸς κι’ ὅλα μαζὶ τὰ δῶρα,
ποῦ ὁ κόσμος δίνει χωριστά, σ’ ἕνα κεφάλι ἐσμίξαν,
σ’ ἕνα κεφάλι ὅλ’ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ ὀργή (σὰν κοιλοπόνεμα ποῦ τὸ βουνὸ σπαράζει
βοηθῶντας το στὴ γέννα του καὶ κάνει τὸ χρυσάφι
νὰ βγῇ) φιλότιμο ψηλὸ καὶ κατορθώματ’ ἄξια,
ποῦ τὸ περνοῦν, φήμη λαμπρή, ποῦ τοῦτα στεφανόνει,
ὅλα ἑνωμένα σὲ μιανοῦ τὴν κεφαλὴ ξαστράφτουν,
τοῦ βασιλέα τοῦ Σαούλ!»
Ιʹ.
Καὶ νά, στοῦ λογισμοῦ μου
ἐκεῖνο τὸ ἀναφτέρωμα, κεῖ ποῦ καρδιὰ καὶ χέρι,
λάλημα κι’ ἅρπα τοῦ Σαοὺλ ὑπερυψόναν ὄξω
ἀπὸ τὴν πίκρα τ’ ὄνομα καὶ τοὺ Σαοὺλ τὴ φήμη
στὸ φῶς ἐκράζαν νὰ χαρῇ, ποῦ γι’ αὐτὸ ἐπλάστη κι’ ὅπως,
νὰ πῶ κοτάω, σὰν ὁ στρατὸς τοῦ Ὑψίστου στῆς λατρείας
τὴν ἔκσταση τὴν τάξη του χαλνάει καὶ μὲς τ’ ἁμάξια
τὰ Χερουβεὶμ ἀνηφοροῦν ἀνάερα — φωνάζω
«Σαοὺλ» καὶ στέκομαι τὸ τί θὲ νἄρθῃ καρτερῶντας.
Τότε ὁ Σαοὺλ ποῦ ἀκκουμπιστὸς κρεμότουν ἀπ’ τῆς τέντας
τὸ σταυρωμένο στύλωμα στὴ μέση, ἀπ’ τ’ ὄνομά του
ἐκρούστηκε. Εἴδετε ποτέ, σὰν πάει σαϊτεμένο
τὸ κράξιμο τῆς ἄνοιξης ὁλόϊσα στὸ σημάδι,
κάποιο βουνό, ποῦ ὕστερο σ’ ἐκείνη ἀντιστεκότουν
κ’ ἐκράταε (μόνο του, γιατὶ γελοῦσαν τὰ λαγκάδια
πολύανθα κ’ ἐλεύτερα) στὰ πέτρινα, πλατυά του
στήθη δεμένα μιᾶς χρονιᾶς γιὰ θώρακα τὰ χιόνια,—
ξάφνου τὸ σάβανο ἀπολνᾷ, ποῦ δίπλες δίπλες κάτω
στὰ πόδια του σωριάζεται μὲ τῆς βροντῆς τὸ βόγγο,
καὶ νά, προβάλλει ἀντίκρυ σας ξερὸ καὶ μαυρισμένο
μὰ ζωντανὸ τὸ παλαιὸ βουνό σας, μὲ σκισμάδες,
κληρονομιά, ποῦ τ’ ἄφησαν αἰῶνες τῶν αἰώνων
μὲ κάθε μάλιστα πληγὴ ποῦ ἐπῆρε πολεμῶντας
τὲς μάχες σας, ζαρώματα, κοψιὲς στὴν κεφαλή του
ποῦ ἐβάσταε ἀνάμεσα σ’ ἐσᾶς καὶ στὴν ἀνεμοζάλη—
γειά τους, χαρά τους, νά τα ἐκεῖ ξαναφαντάζουν ὅλα,
καὶ ἡ πρασινάδα ἡ μαλακιὰ θὰ τ’ ἁπαλύνῃ πάλε,
πάλε φωλιὲς περιστεριῶν θὲ νὰ καλῇ, χορτάρι νὰ βοσκήσῃ
τὴ γίδα μὲ τὰ ἐρίφια της ὅταν πληθύν’ ἡ λάβρα
τὸ καλοκαῖρι. Τράνταγμα, ποῦ ἐδούρησε πολληώρα
τὴν τέντα ὁλόβολη ἔσεισε, ποῦ ἐγκλίγκλισε κι’ ὁ ἀέρας—
καταλαγιάστη κ’ ἔπαψε στερνά, σὰν ὀμπροστά μου
στὸν ἑαυτό του ὁ βασιλιᾶς ἐλεύτερος ἐστήθη.
Τί ἐπέρασε, τί ἀπόμεινε; Ν’ ἀδρασκελήσῃ ἀκόμα
ὅσα ἀπὸ τὴν ἀπελπισιὰ χωρίζουν τὴν ἐλπίδα.
Εἶχε μακρύνῃ ὁ θάνατος μὰ ὄχι ἡ ζωὴ ξανάρθῃ.
Ἐκαρτεροῦσ’ ἔτσι. Κ’ ἐμπρὸς στὸ μέτωπό του ἐκράτει
γιὰ κάμποσο τὸ χέρι του τὸ ἴσιο κ’ ἐβοηθοῦσε
τὰ μάτια, π’ ἄδεια ὁλότελα τοῦ εἶχαν ἀπομείνῃ,
νὰ ματαστείλουν σύνωρα στὸν τόπο του ὅ,τι νέο
ἤθελε μέσα τους ἐμπῇ. Σὰν πρῶτα πάλε ὁ ἴδιος
ἦταν Σαούλ. Ἀνάβλεψα καὶ νὰ τηρὰξω ἐκεῖνα
τὰ μάτια του ἀποκότησα χωρὶς νὰ μὲ πειράξουν
περσότερο ἀπ’ τ’ ἀχνόθωρα τοῦ ἡλιοῦ τοῦ χυνοπώρου
ἥσυχα βασιλέματα, ποῦ ἀπὸ τὸ γυρογιάλι
θωρᾶτε, σὰ λυπητερὰ κοιτάζουν ὁριζόντια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο — σὰ βύθισμ’ ἀργὸ τοῦ ἥλιου
σὲ κοντοβούνια ἀντίπερα, ποῦ ἀναλυωμένα μέσα
σὲ σοβαρώτατη σιγὴ διπλιάζουν, ζευγαρόνουν
τό ’να μὲ τ’ ἄλλο ρίζωμα γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σμίξουν
τὲς δύναμές τους πλειὸ σφιχτά. Ἔτσι ἕνα μπράτσο τ’ ἄλλο
ἐσταύρωνε στὰ στήθη του ἐπάνω, όπου ἡ ἀνάσα
χαμήλονε καὶ ἡσύχαζε.
ΙΑʹ.
Τὶ μαγικό, ποιὸ ξόρκι
νὰ τοῦ προβάλω ἐπίμονα γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσω
εκεῖ ποῦ τὸ τραγοῦδι μου τὸν εῖχε ἀνασηκώσῃ;
Τὸ λάλημα τοῦ ἐγέμισε τὴν κοῦπα του ὣς τ’ ἀχεῖλι
μὲ τῆς ζωῆς μας τὸ κρασί, ξεζήφοντας ὅ,τι ἔχει
νὰ δώσῃ ἀπ’ ἄδολους καρπούς· τὴ δύναμη, τὸ κάλλος.
Σὲ τί ἄλλους κάμπους ἔπρεπε νὰ τοῦ σταχολογήσω
μιὰ πλειὸ ἀψεγάδιαστη σοδιά, πλειὸ δυνατὴ, νὰ δώσῃ
στὰ μάτια του τὴ λάμψη τους στ’ ἀχεῖλι του τὸ γαῖμα
νὰ τοὺς συστήσῃ γιὰ καλὴ τὴν κοῦπα ποῦ σιμόνουν;
«Καλὸ εἶναι» λέει, μὰ οὔτε σταξιὰ δὲν πίνει· ἐμέν’ ἀφίνει
τὴ ζήση νὰ τοῦ ὑμνολογῶ, στὸ παίνεμά μου στρέγει,
μ’ ἀτὸς του κάλλιο θὰ ’θελε τὸ θάνατο.
ΙΒʹ.
Κατόπι
οἱ φαντασίες αὐγάτιζαν, ποῦ ἀπὸ καιρὸ μοῦ ’χ’ ἔρθουν
ὅταν τριγύρω μου ἔβοσκαν τὰ σιωπηλὰ κοπάδια,—
μοναχικὸς ἀετὸς ψηλὰ σὰν ἀποκοιμισμένος
ἔφερνε ἀργὰ γύρες, ἀργά, κ’ ἐγὼ στὸν τράφο μέσα
κοιτάμενος στοχάζομουν τὸν κόσμο ποῦ ἀποκάτω
στὰ βλέμματά μου ἁπλόνοτουν, καὶ ἂς ἔβλεπα μονάχα
ἕνα κομμάτι ἀναμεσὶς ἀπὸ ούρανὸ καὶ λόφο.
Κ’ ἐγέλαα· «Σὰν οἱ μέρες μου γραφτὸ εἶναι νὰ περάσουν
μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια, κἂν ἂς πληθύνω τούτους
τοὺς κάμπους καὶ τὲς ριζαμιὲς μὲ φαντασίες δικές μου
καὶ ἂς ὀνειρεύωμαι ζωή, ποῦ δὲ θὰ σμίξω ὁ ἴδιος
ποτέ μου καὶ τὸ φάντασμα κἂν ἂς ἀνιστορήσω
τῆς ἀνθρωπότητας, πῶς ζῇ μ’ ἐκεῖνα τὰ ζακόνια,
ποῦ δὲ θᾶν’ εὔκολο γιὰ μὲ νὰ τὰ γνωρίσω. Σκέδια
ζωῆς, τοὺς πλειὸ καλήτερους θεσμοὺς καὶ τὲς συνήθειες
ἀνθρῶποι νἄχουν, ἀποχτᾷ, τὴ γνώση, ποῦ τὸ σκέπει.»
Καὶ τώρα ἐκεῖνοι οἱ στοχασμοὶ παλιοί, λησμονημένοι
ἀραδιαστοὶ ξανάρχονταν. Ἐθάρρεψα καὶ πάλε
στὸ πνεῦμα μου ἀποκρίθηκε τῆς ἅρπας μου τὸ τέλι
σὰν ἄρχισα ἔτσι,—
ΙΓʹ.
«Μάλιστα, καλὸ εἶναι, βασιλιᾶ μου,
αὐτὸ ποῦ κάνεις: ν’ ἀψηφᾷς παρηγοριὲς μονάχες
ποῦ ἀπ’ τὴ θνητή μας τὴ ζωή, μόνο ἀπ’ αὐτὴ ἀναβρύζουν,
ποῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο μαζὶ τὴ χαίρονται τὰ ἔθνη.
Ὁ κλῶνος τούτης τῆς ζωῆς στὴ σάρκα μας βλασταίνει,
μὰ στὴν ψυχὴ καρποφορεῖ. Δὲν πρόσεξες τὸ δέντρο
ποῦ λίγο λίγο ἐτράνεψε, πῶς πρῶτα τὸ βλαστάρι
ἔτρεμε, ὣς ποῦ ξεπέρασε τοῦ κατσικιοῦ τ’ ἀχεῖλι
καὶ τ’ ἀλαφιοῦ τὸ κέρατο καὶ ἀπείραχτο κατόπι
ἀνεμιστήρια τὰ κλαριὰ τὰ πρόσεξες, ποῦ ἀνθίσαν,
καὶ ἐφαινότουν πῶς τίποτε τῆς φοινικᾶς δὲ λείπει;
Μὰ κάτι ἀκόμα ἐδύνοσουν νὰ μάθῃς· τὸ θεράπιο
ποῦ ἀπ’ τὸν καρπὸ τῆς φοινικᾶς μᾶς βγαίνει. Μήπως εἶναι
γιὰ πέταμα οἱ χουρμάδες μας ποῦ τὸ ζουμί τους φέρνει
γιὰ κάθε θλῖψι γιατρικὸ καὶ πρέπει γιὰ τὸ χάλι
τῆς χουρμαδιᾶς τῆς ἴδιας ὁ νοῦς μας νὰ φροντίζῃ,
ποῦ ἀγάλι ἀγάλι ἀξαίνοντας τοὺς ἐγεννοῦσε; Ὄχι ἔτσι!
Κορμός, κλωνάρια θὰ χαθοῦν ἀγνώριστα στὸν τόπο,
μὰ τὸ κρασί τῆς φοινικιᾶς θὰ σταματήσῃ κάθε
πληγὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχή, σὰ χειμωνιάσῃ. Τέτοιο
κρασὶ γιὰ σὲνα ἐγὼ κερνῶ. Παραίτησε τὴ σάρκα
στὴ μοῖρα ποῦ τῆς πρέπεται! Κράτησ’ ἐσὺ τὸ πνεῦμα!
Μ’ ἐκεῖνο ἐσὺ σὰν πλακωθῇς ἀπὸ τὰ γέρα, ἀκόμα
ζωὴ παιδιοῦ θὰ χαίρεσαι καλύτερ’ ἀπὸ τότε
ποῦ ’σουν ἀκόμ’ ἀνήξερος. Ἐτούτη τὴ ζωή σου
ζήφ’ την καὶ κοίτα τὸ κρασὶ ποῦ βγάνει. Κάθε πράξη
δική σου σβηέται, ξαναζῇ, δουλεύει μὲς τὸν κόσμο,
ὣς ποῦ — καθὼς ὅταν τηρᾷ κατὰ τὴ γῆς ὁ ἥλιος,
κι’ ἂν τὸν χαλάσ’ ἡ συγνεφιά, καὶ ἂν τὸν σκεπάσ’ ἡ μπόρα,
τίποτε νὰ ’βρῃ δὲ μπορεῖ ποῦ νὰ μὴν εἶναι γέννα
τῶν ἔργων του καὶ αὐτὸς παντοῦ νὰ ξεχωρίζῃ πρέπει
καρποὺς τῆς περασμένης του καλοκαιρήσιας δόξας,—
ἔτσι καὶ ἀχτίδα καθεμιὰ τῆς θέλησής σου, κάθε
ἀναλαμπὴ τοῦ πάθου σου καὶ τῆς ἀντρειᾶς σου ἀκόμα
καιροὺς καὶ χρόνους ὅλο σου τὸ γένος θὰ πυρώσῃ
μὲ ἀνατριχίλα ἐνθουσιασμοῦ, κ’ ἐκεῖνοι στὰ παιδιά τους
παρόμοιαν ἀναγάλλιαση θ’ ἀφήσουν· τοῦτα πάλε
μ’ αὐτὸ τὸ ἀχτιδοβόλημα ποῦ τὰ ἔργατά σου ἐσπεῖραν
γεμίζουν Νότο καὶ Βορρηᾶ! Στὰ περασμένα ἀγάλλου!
Τ’ ὀμόλογο τῆς ἡλικιᾶς ἔχει ὅμως προθεσμία!
Πεθαίνεις πλειὰ στὸ ὕστερο. Σὰν τὸ λιοντάρι μόλις
ἐθάμπωσαν γεράματα τὴν κόρη τῶν ματιῶν του,
καθὼς τὸ ρόδο στὸν ἀνθό, καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἴδιο,
τὸ ἴδιο καὶ ἡ ὀμορφάδα του καὶ ἡ δύναμή του φεύγουν,
γιὰ πάντα πᾶν. Ὄχι! Νά, πιὲς ἀκόμα στὰ γεμάτα
απὸ τ’ ἀνάμα τῆς ψυχῆς ποῦ ἐγὼ κερνάω! Γιὰ κοίτα
πέρ’ ἀπὸ χρόνια μακρυνά. Ἀπόκαμες πλειὰ τώρα
μὲ μάτια γιὰ τὰ τωρινά, μὲ τοῦ προφήτη κοίτα
τὰ μάτια! Ἀπέθανε ὁ Σαούλ; Στῆς λαγκαδιᾶς τὸν πάτο
στῆστε τὸν τάφο του, σταχτὸ βουνὸ ψηλὰ σηκῶστε,
μάρμαρα τετραπάνωτα τετράγωνα ἀραδιᾶστε
ποῦ στὸ στερέωμα φτάνοντας νὰ δείξουν ποῦ κοιμᾶται
ὁ πρῶτος μέγας βασιλιᾶς. Τὰ κατορθώματά του
ποιὸς νὰ γνωρίσῃ βουληθῇ τ’ ὁλόγυμνο ἂς τηράξῃ
κατεβατὸ θεώρατο τοῦ βράχου, που ἱστορία
πελεκητὴ μὲ γράμματα μεγάλ’ ἀπ’ τοὺς γραφιάδες
«Τέτοιος ἐστάθηκε ὁ Σαούλ» θὰ λέῃ «καὶ αὐτὰ ἔχει κάμῃ.»
Καὶ τοὺς σοφοὺς ποῦ ἐπιστρατοῦν ὁ ὄχλος θ’ ἀποπαίρνῃ
γιατὶ οὔτε τὰ μισά, θὰ πῇ, θὲ νἆναι αὐτοῦ γραμμένα!
Μὰ γιὰ νὰ λείψῃ τὸ κακὸ μὲ τὴ γενιά του ἀξένει
στὸ λόγγ’ ὁ κέδρος καὶ σ’ αὐτὸν ἐπάνω (δὲν τὸν βλέπεις
κοφτὸν ὀμπρός τους σὲ μικρὲς ροκανισμένες πλάκες;)
θὲ νὰ κενώσουν ἄφτονο τὸν ἔπαινο καὶ μ’ ἕνα
χρυσὸ σμιλάρι τοῦ Σαοὺλ θὰ ποῦν τὴν ἱστορία,—
μεγάλα τοῦ πολιτικοῦ λόγια μὲ πλάϊ πλάϊ
σχόλιο γλυκὸ τοῦ ποιητῆ. Τὸν ποταμὸ σουφρόνουν
παπυροκάλαμα ὁμαλὰ ποῦ τρίβουν τό ’να τ’ ἄλλο
ὅταν μανίζουν ἄνεμοι προφῆτες· ἔτσι’ ἡ πέννα
σὲ γενεὲς ἀγέννητες τοῦ εἶναι σου μοιράδι,
ποῦ τοὺς χρωστιέται, θὰ περνᾷ! Γι’ αὐτὸ νὰ εὐχαριστήσῃς,
ὦ πρῶτ’ ἐσὺ τῶν δυνατῶν, τὸνὝψιστο ποῦ ὑπάρχεις.»
ΙΔʹ.
Καὶ τήρα, ἐκεῖ ποῦ ἔψελνα… μὰ ὦ Ἐσύ, ποῦ ὣς τὴν ἡμέρα
ἐκείνη μ’ ἄφησες νὰ ζῶ καὶ μ’ εἶχες πρὶν βοηθήσῃ
συχνὰ σὲ κάθε τόλμημα νὰ βάνω χέρι πρῶτα,
νὰ προχωρήσω κ’ ὕστερα σὲ τέλος νὰ τὸ φέρω,—
σπαθί μου ἐσὺ καὶ ἀσπίδα μου, σὲ τούτη ἐδῶ τὴν πράξη,
ποῦ ὁ λόγος σου ἦταν λόγος μου, — μαζί μου μεῖνε ἀκόμα,
μ’ ἐμὲ ποῦ στῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας ἤμουν τότε
στὴν κορυφὴ κ’ ἐκεῖ ψηλὰ σκαρφάλονα, ποῦ ἀνθρώπου
νοῦς δὲ μπορεῖ ψηλότερα ν’ ἀνέβῃ κ’ ἐθωροῦσα
ἀνέλπιδος, σὰν πάντοτε, διάστημα οὐράνιο νέο
ἐπάνω μου, ὣς ποῦ δυνατὸς σωτῆρας μ’ ἕνα μόνο
γνέψιμο τοῦ χεριοῦ σου εὐτὺς ξεπάστρεψες ἐκεῖνο
τὸ διάστημα ποῦ χώριζε τὸν τάφο τῶν ἀνθρώπων
ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ θεοῦ! ν’ ἀποτελειώσω βόηθα—
νὰ πῇ ἡ φωνή μου τῆς καρδιᾶς τὴν ἱστορίαν ὅλη,
ποῦ νὰ πιστέψῃ δὲν τολμᾷ τί θάματα τὴ νύχτα,
ποῦ πέρασ’, ἐμετάλαβα, τώρα πουρνὸ ποῦ, μόνος
μὲ τὴν κοπή, νὰ θυμηθῶ πασκίζω τα ἕνα ἕνα
τρέμοντας μὴν ἡ φοβερὴ δόξα χαθῇ σὰν ὕπνος.
Γιατὶ ξυπνάω στὸ σταχτερὸ δροσόλουστο κρυψιῶνα
τὴν ὥρα ποῦ σηκόνεται τὴ νύχτα πολεμῶντας,
στὴν πλάτη ἐπάνω τοῦ Χεβρών, τὸ χάραγμα καὶ κάτω
ξανακερδίζει ἀργὰ ὁ Κιδρὼν ὅ,τι τοῦ πῆρε ὁ Ἥλιος
ὁ χτεσινός.
IEʹ.
Λέγω λοιπὸν πῶς κεῖ ποῦ τραγουδοῦσα,
τὸ βασιλιᾶ θαρρεύοντας κ’ ἐπάσκιζα μὲ ὅλο
καὶ δυνατώτερα καλὰ νὰ τὸν παρηγορήσω,
αὐτὸς ξανάλαβε σιγὰ σιγὰ τὸ παλαιό του
φέρσιμο καὶ κινήματα βασιλικά. Τὸ ἴσιο
χέρι του πίσω ἔστρωσε τὰ μελανὰ σγουρά του
στὴ μαθημένη θέση τους, τὲς φοῦντες τῆς τιάρας
ἔσιασε καὶ τὸν ἵδρωτα, γιὰ ἰδέστε, ποῦ τὴν ὄψη
τοῦ μούσκευε περήφανα, σφογγίζει μὲ τὸ ἐντύμα,
καὶ ζώνει πάλε σὰν πριχοῦ τὴ μέση του καὶ ἀγάλι
ἀγάλι τὰ πολύτιμα βραχιόλια ναὔρῃ ψάχνει
μὲ τὸ θηλυκωτῆρι τους στὰ ὀμπρός. Εἶναι τος πάλε,
πάλε ὁ Σαούλ, καθὼς ἐσεῖς στὴ δοξα τὸν θυμᾶστε,—
πρὶν τὸ φαρδύ του κούτελο μακρυ’ ἀπὸ τῆς ἡμέρας
τὴν κοινωνιὰ τὸ φρένιασμα τοῦ γύρῃ· καὶ ὅμως ὅσο
καὶ ἂν ἐξωδεύτηκε ἡ ζωή, τὸ φέρσιμο, ποῦ ἀντίκρυ
σᾶς στέκει, ὁ ἴδιος, ποῦ ὁ θεὸς τὸν διάλεξε νὰ λάβῃ
ἐκεῖνο ποῦ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ναὶ νὰ χαλάσῃ
ναὶ νὰ μολέψῃ, μὰ ποτέ, ποτὲ νὰ χάσῃ τέλεια.
Ἔτσι στὸ στύλο κολλητὰ χαμήλονε τῆς τέντας
αὐτός, ὣς ποῦ τὸν βάσταξαν ἐκεῖ κουλουμιασμένα
ἡ ἀρματωσιά, τὰ ἐντύματα, τῆς μάχης τὸ σεγκοῦνι,
κ’ ἔκατσ’ ἐκεῖ προσμένοντας τοῦ τραγουδιοῦ τὸ τέλος,—
μὲ τό ’να μπράτσο ὁλόγυρα στὸ στύλο τὴ γυρμένη
γιὰ ν’ ἀκουμπήσῃ κεφαλή, καὶ τ’ ἄλλο ποῦ κρεμότουν
ἀπολυτό, ὄσο ποῦ ’φτασα στὸ παίνεμα ποῦ ἀπ’ ὅλο
τὸν κόσμο σ’ ὅλους τοὺς καιροὺς ἐπρόβλεπα πῶς θἄρθῃ
στὸν ἄρρωστο αὐτὸν ἄνθρωπο· κ’ ἐτέλειωσα μ’ ἐκεῖνο
ἀφήνοντας τὴν ἅρπα μου μπροστὰ νὰ πέσῃ. Τότες
ἔνιωσα, ποῦ ἦταν καθιστός, ὡς εἶπα, μ’ ἴσια ἴσια
τὴν κεφαλή μου ἀνάμεσα καὶ λίγου παραπάνου
ἀπ’ τὰ τρανά του γόνατα σπρωγμένα ἀπ’ τὴ μιὰ μπάντα
κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη, σὰν τοῦ ἰδρυοῦ τὲς ρίζες ὅταν στρέγουν
ἀρνάκι, ποῦ ἐκοιμήθηκε, νὰ περιτριγυρίσουν.
Τότες ἀνάβλεψα ψηλὰ γιὰ ν’ ἀπεικάσω ἂν ὅ,τι
ἐμπόρεσα καλύτερο νὰ κάμω τοῦ ’χε φέρῃ
καμμιὰν ἀλάφρωση· μιλιὰ δὲν ἔβγαλε μὰ ἀγάλια
τὸ χέρι του σηκώνοντας ποῦ κρέμοντουν στὸ πλάϊ,
μὲ σοβαρὴ τ’ ἀπίθωσε χαϊδευτικιὰ φροντίδα
γλυκὰ μ’ ἀποφασιστικὰ στὸ μέτωπό μου ἐπάνω·
μὲς τὰ μαλλιά μου τὰ χοντρὰ μπλεχτῆκαν δάχτυλά του
καὶ μ’ ἕνα ζόρι εὐγενικὸ μοῦ λύγισε στὰ ὀπίσω
τὸ πρόσωπό μου, ὁλόψυχος διαβάζοντάς το, ὡς κάνουν
οἱ ἄνθρωποι μ’ ἕνα λούλουδο. Καὶ αὐτοῦ μ’ ἐκράτησ’ ἔτσι
μὲ τὰ μεγάλα μάτια του ποῦ ἐτάζαν τὰ δικά μου.
Καὶ ἄχ! ἡ καρδιά μου ὁλόβολη πῶς τὸν ἀγάπαε! Καὶ ὅμως
ποῦ τὸ σημάδι; Ἐστέναξα· «Πατέρα μου, ἂν μποροῦσα
νὰ σὲ βοηθήσω βρίσκοντας καινούργια εὐλογία,
στὴν περασμένη τὴ ζωὴ θὰ ἐπρόσθετα καὶ τούτη
καὶ τὴν ἐρχόμενη, ζωὴ θὰ σοῦ ’δινα καινούργια
καὶ μ’ ὅλ’ αὐτὰ τόσο καλὴ στὰ χρόνια ποῦ θὲ νἄρθουν
ὅσο εἶναι τούτη τὴ στιγμή, — νἆχε ἔφτανε ἐξουσία,
καὶ τῆς ἀγάπης τὴν καρδιὰ νὰ τὴν χαρίσῃ ἡ ἀγάπη.»
ΙΣΤʹ.
Τότ’ ἦρθε ἡ ἀλήθεια ἐπάνω μου. Οὔτ’ ἅρπα οὔτε τραγοῦδι
πλειά, μὸν ἐξέσπασε ἔτσι δά·
Ζʹ.
«Τὴν πλάση ἐγύρισα ὅλη·
εἶδα κ’ ἐλάλησα· ἐγὼ, πλασμένος ἐπιτούτου
άπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἐδέχτηκα στὸ νοῦ μου
κ’ ἐπρόφερα γιὰ τ’ ἄλλα του ἔργα, — ἐξανάδωσά του
ἔπαινον ἢ κατάκριση τῆς πλάσης του· ἐμιλοῦσα
καταπῶς ἔβλεπα. Ἔτσι ἐγὼ γιὰ τοῦ Ὕψιστου ἀναφέρω
τὰ ἔργα, ὡς ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ, — εἶν’ ὅλα ἀγάπη,
μὰ ὅλα εἶναι νόμος. Τοῦ κριτῆ τ’ ἀξίωμα ἀφίνω τώρα
ποῦ αὐτὸς μοῦ δάνεισε. Ὅλες μου οἱ μπόρεσες, ποῦ ἔχουν
προορισμὸ νὰ τὸν ἰδοῦν μιαν ἄβυσσο ἐκερδίσαν
ἐκεῖ ποῦ μόνη μιὰ σταξιὰ δροσούλας ἐρωτήθη.
Γνώση ἔχω; Ὀμπρὸς στὴ φανερὴ Σοφία, σκοτισμένη
ζαρόνεται. Ἔχω πρόβλεψη; Κοντόφωτη, ἀχνὴ πόσο
στὴν Πρόνοια ὀμπρὸς τὴν Ἄπειρη! Στενεύω κἄποια ἐνέργεια
ψηλότατη ἴσως φανταστῶ μιὰ ἐπιτυχία; Τὰ μάτια
ἀνοίγω καὶ τελειότητα κατάγναντά μου βλέπω
στὸ εἶδος ποῦ ἐφαντάζομουν, οὔτε περσότερο, οὔτε
λογώτερο, καὶ ὁ Ὕψιστος Ὕψιστος δείχνεταί μου
στ’ ἄστρο, στὴν πέτρα, στὸ κορμί, στὸ πνεῦμα, καὶ στὸ σβῶλο.
Κ’ ἔτσι κοιτῶντας μέσα μου καὶ γύρω μου ἐγὼ πάντα
(μὲ τῆς ψυχῆς προσκύνημα ποῦ χαμηλόνοντάς την
καὶ τὴν ὑψόνει) ὑποταγὴ τῆς ὁλικῆς τοῦ ἀνθρώπου
ἀτέλειας μπρὸς στὴν ἄπειρην ἐντέλεια ἀνανεόνω
πὤχει ὁ Θεός, σὰ σέρνομαι σὲ κάθε τῆς ψυχῆς μου
προσκύνημα στὰ πόδια του. Μ’ αὐτὴν τὴν πλήθιαν ὅμως
πεῖρα, μὲ τῆς θεότητας αὐτῆς τὴ γνωριμία
κἄποια δική μου μπόρεση νὰ βρῶ θ’ ἀποκοτήσω,
κἄποιο δικό μου χάρισμα. Δύναμ’ ὑπάρχει μία
ποῦ εὐχάριστ εἶναι ὴ χρήση της, δύσκολα κρύβετ’ ὅμως.
Τούτην ἐγὼ θὲ νά ’θελα νὰ τὴν φυλάξω, ἀκόμα
νὰ μὴν τὴν δείξω (καὶ γελῶ καθὼς τὸ συλλογιοῦμαι),
γιατὶ μ’ αὐτὴν ἂν καυχηθῶ καὶ ἂν ἐπαρθῶ φοβᾶμαι,
ξέρετε, μὴ τὸ δωρητὴ τὸν ἴδιον σ’ ἕνα δῶρο
νικήσω. — Ἰδέστε ν’ ἀγαπῶ θὰ ἠμπόρεια ἂν ἐτολμοῦσα,
μὰ αὐτὴ μου τὴν ἀπαίτηση τὴν κατεβάζω, μήπως
βολέσῃ κ’ ἕνας ἄνθρωπος περάσῃ τὴν ἀσποῦδα,
πὤχει ὁ θεὸς ὁ ἴδιος στὸ δρόμο τῆς ἀγάπης
τὸ μοναχόν· κρατιοῦμ’ ἐγὼ γιὰ τῆς ἀγάπης χάρη.
Πῶς ὣς ἐκεῖ βλέπεις, ψυχή, κι’ ὄχι παρέκει; τώρα
ποῦ ἀνοίγονται ἐνενῆντα ἐννιὰ μικρὲς μεγάλες πόρτες,
μόλις τὲς γκίξουμεν, ἡ μιὰ στερνὴ θὰ μᾶς τρομάξῃ;
Θὰ ’χουμε πίστη καὶ στὰ πλειὸ μικρά, μὸν ἀπιστία
σ’ ὅ,τι εἶναι μεγαλύτερον ἀπ’ ὅλα; Βρίσκω τόσο
πλέριο τὸ δῶρο τὸ στερνὸ τοῦ Ὑψίστου, τὴν ἀγάπη
στὸ φυσικό μου, ποῦ ἂν μπορεῖ μὲ τούτην ἀμφιβάλλω
ν’ ἀντιπαλέψῃ ἡ ἀγάπη του; Τὰ μέρη ἐδῶ θ’ ἀλλάξω;
Ἐδῶ τὸ πλάσμα θὰ περνᾷ τὸν Πλάστη, — ἐδῶ τὸ τέλος
αὐτὸ ποῦ Ἀρχίζει; Θά ’κανα μεταχαρᾶς τὰ πάντα
ἐγὼ γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἀνίκανή μου
λαχτάρα καὶ διστάζω μὴν αὐτὸς δὲ θὰ θελήσῃ
νὰ τὸν βοηθήσῃ ποῦ μπορεῖ μονάχος νὰ τὸ κάμῃ;
Στὸ νοῦ ποτὲ θὰ μοῦ ’ρχοτουν ἡ θέληση μονάχη
καὶ ἡ δύναμη λιγώτερον ἀκόμα, νὰ πλουτίσω
μ’ ἐκεῖνα τοῦτον τὸ Σαούλ, ποῦ ἐξύμνησα ἀπὸ τώρα,
μὲ τὸ θαυμάσιο χάρισμα τῆς ζήσης ποῦ ἐπροικίστη
μ’ αὐτὸ καὶ ὅλος ἐγέμισε, τέτοια ψυχὴ νὰ πλάσω,
τέτοιο κορμὶ καὶ ὑστερινὰ γῆς τέτοια ποῦ νὰ κλείσῃ
στῆ σφαῖρα της τὸ σύνολο, καὶ δὲ θἀρθῇ στὸ νοῦ μου
(καθὼς θερμὰ τὰ δάκρυα μου τὸ δείχνουν), σὰ δοθῆκαν
τόσ’ ἀγαθά, νὰ πάγ’ ὀμπρός, καὶ νὰ χαρίσω ἀκόμα
ἀπ’ ὅλα τὸ καλύτερο, τὸ ἕνα, ναί, νὰ σώσω
νὰ ἐξαγοράσω τὸ Σαούλ, καὶ νὰ τὸν θαραπέψω
καὶ τούτην τὴν τελειότητα ψηλὰ νὰ συγκρατήσω,—
ὥστε τὴ μιὰ νυχτερινὴ στιγμούλα τοῦ θανάτου
ν’ ἀκολουθήσῃ τῆς ζωῆς ἡ χαραυγή, στὴ μέση
νὰ μπῶ νὰ δράξω τὸ Σαούλ, τὸ σφάλμα, τὸ ψεγάδι,
τὸ ἐρείπιο, ὡς τώρα φαίνεται, καὶ νὰ τὸν διατάξω
ἀπ’ τ’ ὄνειρο, τὴ δοκιμή, τὸ πρόασμα νὰ ξυπνήσῃ
καὶ πιθωμένος νὰ βρεθῇ ἐλεύτερος καὶ σῶος
σὲ νέο φῶς καὶ νέα ζωή, — σὲ νέα ζωὴ ποῦ ἀκόμα
θὰ διατρεχτῇ, θὰ ξακλουθᾷ, θὰ σώσῃ, — ἢ καὶ ποιὸς ξέρει;—
θὰ μείνῃ! Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ποῦ ὡς εἶναι μαθημένος
ἀπ’ τῆς ζωῆς του τ’ ὄνειρο, γιὰ τ’ ἄλλα ἀσφάλεια δίνει,
καὶ μὲ τοῦ πόνου τοὺς σφυγμούς, θριαμβευτικὰ κερδίζει
καλοτυχιὰ ὁλομέστωτη καὶ ἐκεῖ στὸν ἄλλον κόσμο
ἀνταμοιβὴ ὅλο ἀνάπαψη μὲ τουτουνοῦ τὲς μάχες.
IHʹ.
Ναί, τὸ πιστεύω, σύ, θεέ, δίνεις, ἐγὼ λαμβαίνω·
στὸ πρῶτο εἶναι τὸ ὕστερο, στὴ θέλησή σου μέσα
τοῦ νὰ πιστεύω ἡ δύναμη. Τὰ πάντα εἶν’ ἕνα δῶρο·
νὰ μοῦ τὸ δώσῃς μάλιστα μπορεῖς, στὴ δέησή μου
στρέγοντας τόσο γλήγωρα σ’ ὅλο ἐγὼ βγάνω τούτη
τὴν ἀνεπνοιά, ὅσο τοῦτα μου τὰ χέρια ἀνάερα ἀνοίγω.
Ἀπ’ τὴ βουλή σου χύνονται κόσμοι, ζωή, καὶ φύση
καὶ τὰ δεινά σου, Σαβαώθ. Βούλομαι ἐγώ; — τὰ ἴδια
ἄτομα ἐμὲ περιφρονοῦν! Μὲ δίχως κακοφάνεια
γιατὶ ἐγὼ αὐτό, καὶ ἴσα ἴσα αὐτὸ στὸ πρόσωπο κοιτάζω;
Γιατὶ κοτάω μόνο ἐλαφρὰ γιὰ τέτοια ἀδυναμία
νὰ σκέφτωμαι; Τί σταματᾷ, τί τὴν ἀπελπισιά μου;
Τοῦτο· — ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ δὲν τὸν ὑψόνει,
μὰ κεῖνο ποῦ θὲ νὰ ’θελεν ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμῃ.
Τὸ βασιλέα τήραξε, θἄθελε τὸν βοηθήσω
μὰ δὲν μπορῶ καὶ δὲ βολοῦν οὶ ἐπιθυμιές μου. Ἀνίσως
καὶ εἰμπόρεια ἐγὼ παλεύοντας νὰ τὸν ἀνασηκώσω
ἀπὸ τὴ λύπη, νὰ γενῶ φτωχὸς πλουτίζοντάς τον,
νὰ τοῦ γεμίσω τὴ ζωὴ πεθαίνοντας τῆς πείνας,
θὰ τὸ ἔκανα — καὶ ξέροντας αὐτὸ γνωρίζω ποῦ ’ναι
σωστὴ καὶ ἡ ὑπηρεσία μου. Μὲ τὴ μιλιά μου κρῖνε
ὁ ἴδιος τώρα! Ἄν θά’ πασχα, γιὰ κεῖνον π’ ἀγαπάω,
ἐγώ, θὰ τό ’κανες καὶ Σύ — καὶ Σὺ θὲ νὰ τὸ κάμῃς.
Ἔτσι καὶ ἡ πλειὸ πεντάψηλη καὶ ἀνέκφραστη κορώνα
καὶ ἡ τέλεια τριςθεώρατη θὲ νὰ σὲ στεφανώσῃ—
καὶ θὰ μεστώσῃ ἡ ἀγάπη σου τ’ ἄπειρο πέρα ὣς πέρα,
καὶ οὔτε ἕνα τόπο, νὰ σταθῇ τὸ πλάσμα, θὲ ν’ ἀφήσῃ,
οὔτε τὰ ψήλου οὔτε βαθειά! Μὲ μιὰ πνοὴ μονάχα,
μὲ τοῦ ματιοῦ ἕνα γύρισμα, μὲ τοῦ χεριοῦ ἕνα σάλο
δὲν παραβγαίνει ὁ γλυτωμὸς μὲ διάδικο τὸ χάρο.
Ἡ ἀγάπη παντοδύναμη σοῦ βρίσκεται, ἔτσι ἂς δείκῃ
καὶ ἡ δύναμη πανίσχυρη μὲ δαύτην καὶ γιὰ δαύτην,
πὤχεις νὰ εἶσαι ἀγαπητός. Περσότερο νὰ πάθῃ
ὅποιος περσότερο ἔπραξε, πρέπει. Νὰ στέκῃ πρέπει
στὴν κρίση ὁ δυνατώτατος πλειὸ ἀδύνατος. Φωνάζω
γι’ ἀδυναμία στὴ δύναμη! Τὴ σάρκα μου γυρεύω
μὲς τὴ θεότητα! Ζητῶ καὶ βρίσκω την. Ἐσένα
σὰν τὴ δική μου εἰδὴ μιὰ είδὴ θὰ σὲ δεχτῇ, ὅμοιός μου
ἄνθρωπος ποῦ θὲ ν’ ἀγαπᾷς καὶ θὰ σ’ ἀνταγαπάῃ,
γιὰ πάντα· σὰν τὸ χέρι μου τοῦτο, σ’ ἐσὲ ἕνα Χέρι
θὲ νὰ σοῦ ἀνοίξῃ διάπλατες τὲς θύρες τῆς καινούργιας
ζωῆς! Σαούλ, τήρα, ὁ Χριστὸς ὀρθόνεται μπροστά σου.»
ΙΘʹ.
Πῶς εὕρηκα τὸ δρόμο μου στὴν κατοικιά μου νύχτα,
δὲν καλοξέρω. Μάρτυρες, ἀγγέλοι λεγεῶνες,
δύναμες ἀμελέτητες γύρω, δεξιά, ζερβιά μου,
οἱ ἀόρατες, οἱ ζωντανές, παντάγρυπνες ἐστέκαν.
Ἐγὼ τοὺς παραμέριζα καὶ ἀνάμεσα περνοῦσα
μ’ ἀγῶνα καὶ μὲ πόλεμο καθὼς ὁ ταχυδρόμος
ποῦ τὸν στρυμόνει ἀλαίμαργος γιὰ τὰ μαντάτα ὄχλος—
ζωὴ ἢ θάνατος. Ἡ γῆς ὁλόκληρη ἔξυπν’ ἦταν
καὶ ἀπλυμένη ἡ κόλαση μ’ ὅλο τὸ τσοῦρμα. Τ’ ἄστρα
τῆς νύχτας μὲ συγκίνηση χτυποῦσαν κ’ ἐφρικιάζαν
κι’ ὄξω ἐσκορποῦσαν σὲ φωτιὰ τὸ δυνατὸ τὸν πόνο
τῆς πυκνωμένης γνώσης του. Μὰ δὲ λιγοθυμοῦσα,
γιατὶ τὸ Χέρι μ’ ἔσπρωχνε καὶ ἀντάμα ἐστήριζέ με,
ἐκαταπράενε κ’ ἔσβυνε μὲ διαταγὴ πανάγια
καὶ γαληνὴ τὴ χλαλοή, ὥστε ποῦ ἐκλείστηκε ὅλη
στὸν ἑαυτό της ἡ ἔκσταση κ’ ἔπεσε ἡ γῆ στὸν ὕπνο.
Ἡ ταραχὴ τὸ χάραμα σὲ λίγο μαραμένη
ἦταν φευγάτη ἀπὸ τὴ γῆ, μὰ ὄχι ὅσο νὰ μὴ βλέπω
νὰ ξεψυχάῃ στὴ γέννηση τὴν τρυφερὴ τῆς μέρας,
στὴ στοιβαγμένη τοῦ σταχτιοῦ χρωμάτου πλεριοσύνη,
ποῦ ἐλάβαν τὰ χαμόβουνα, στὴν κρατημένη ἀνάσα
τοῦ δάσου ποῦ ἀνατρίχιαζε, στὸ ξαφνικὸ τοῦ ἀνέμου
τρεμούλιασμα, στὸ ξύππασμα τῶν ἀγριμιῶν ποῦ ἐφεῦγαν
ὅλα τους μὲ τὰ μάτια τους ἀπὸ ἀπορία καὶ φόβο
γυρμέν’ ἀλλοῦ κι’ ὅμως λοξὰ τηρῶντας κατὰ μένα·
στὸ ρῖγος ποῦ ’χαν τὰ πουλιά, τὰ μουδιασμένα, ποῦ ἅμα
τὰ ἐζύγονα, ἐσηκόνοντας βαρυὰ καὶ ναρκωμένα
ἀπὸ τὸν ἅγιον τρόμο τους. Καὶ ἴσια μὲ τὸ ἴδιο φίδι
ποῦ ἐγλύστραε ἀμίλητο καὶ αὐτὸ τὸ νέο γροικοῦσε νόμο.
Τοῦτος θωροῦσε ἀσάλευτος ἀπ’ τῶν ἀνθιῶν τὰ ὁλάσπρα
καὶ νοτερὰ προσώπατα, ποῦ ὀρθόνονταν στ’ ἀπάνου,
αὐτὸς ὁ ἴδιος δούλευε μὲς τὴν καρδιὰ τοῦ κέδρου,
αὐτὸς καὶ τὲς κληματαριὲς κουνοῦσε, κι’ ὁλοένα
τὰ ποταμάκια τὰ μικρὰ μὲ χαμηλὴ μουρμούρα
ἐμαρτυρούσαν κ’ ἔλεγαν στὲς πεισματάρικές τους
μόν’ ὄχι τέλεια σιγητὲς φωνές «Ἰδέτσι, ἔτσ’ εἶναι!»
~
Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης