Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα
σκοτάδια,
απ' του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.
Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα
σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα
κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και
κοιμούνται:
τη μοναξιά την παίρνουν τότε τα ποτάμια.