Απομένει καθόλου γεύση της ζωής μέσα σ’ αυτούς
τους τάφους; Κι οι μέλισσες άραγε βρίσκουν
στα στόματα των λουλουδιών μια σχεδόν-λέξη που
σωπαίνει; Ω άνθη, αιχμάλωτα των ενστίκτων μας
για ευτυχία, μήπως μας έρχεστε ξανά με τους
νεκρούς μας να κυλούν στις φλέβες σας; Πώς
να ξεφύγετε από τη λαβή μας, άνθη; Πώς
να μην είστε τα δικά μας άνθη; Μήπως με όλα
τα πέταλά του απομακρύνεται από μας το ρόδο; Μήπως
τους τάφους; Κι οι μέλισσες άραγε βρίσκουν
στα στόματα των λουλουδιών μια σχεδόν-λέξη που
σωπαίνει; Ω άνθη, αιχμάλωτα των ενστίκτων μας
για ευτυχία, μήπως μας έρχεστε ξανά με τους
νεκρούς μας να κυλούν στις φλέβες σας; Πώς
να ξεφύγετε από τη λαβή μας, άνθη; Πώς
να μην είστε τα δικά μας άνθη; Μήπως με όλα
τα πέταλά του απομακρύνεται από μας το ρόδο; Μήπως
θέλει να είναι ρόδο-μονάχο, μονάχα-ρόδο; Και ύπνος
κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα;
κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα;
~
μτφρ. της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου