Αχ να γεννιόμουν ένας απλός μουζίκος,
τότε θα ʽχα ένα μεγάλο χαρούμενο πρόσωπο:
δεν θα πρόδιδα στους δαίμονες μου,
εκείνο που δύσκολα τα σκέφτεσαι, εκείνο
που απαγορεύεται να πεις
Και μόνο τα χέρια θα γέμιζαν
από την αγάπη και την υπομονή μου, –
την μέρα όμως θα δούλευαν πολύ
και τη νύχτα θα σταύρωναν για να προσευχηθώ.
Κανείς γύρω μου δε θα ʽξερε ποιος είμαι.
Γέρασα, και το κεφάλι μου
κρέμασε προς τα κάτω, στα στήθη μου, και μάλιστα πολύ.
Σα να μου φαίνεται πιο ελαφρύ.
Τότε κατάλαβα που πλησιάζει του αποχωρισμού η μέρα,
κι άνοιξα, σα βιβλίο, τα χέρια μου
και τα απώθησα στα μάγουλα, το στόμα και το μέτωπο…
Άδεια θα τα πάρω και θα τα βάλω στο φέρετρο, –
στο πρόσωπο μου όμως τα εγγόνια θα αναγνωρίσουν
όλα όσα ήμουν … παρόλα αυτά όμως δεν είμαι εγώ•
Στα χαρακτηριστικά αυτά είναι χαρές κι οι λύπες μου
τεράστιες και ανυπόφορες για μένα:
αυτό είναι το αιώνιο πρόσωπο της εργασίας.
Νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1900
τότε θα ʽχα ένα μεγάλο χαρούμενο πρόσωπο:
δεν θα πρόδιδα στους δαίμονες μου,
εκείνο που δύσκολα τα σκέφτεσαι, εκείνο
που απαγορεύεται να πεις
Και μόνο τα χέρια θα γέμιζαν
από την αγάπη και την υπομονή μου, –
την μέρα όμως θα δούλευαν πολύ
και τη νύχτα θα σταύρωναν για να προσευχηθώ.
Κανείς γύρω μου δε θα ʽξερε ποιος είμαι.
Γέρασα, και το κεφάλι μου
κρέμασε προς τα κάτω, στα στήθη μου, και μάλιστα πολύ.
Σα να μου φαίνεται πιο ελαφρύ.
Τότε κατάλαβα που πλησιάζει του αποχωρισμού η μέρα,
κι άνοιξα, σα βιβλίο, τα χέρια μου
και τα απώθησα στα μάγουλα, το στόμα και το μέτωπο…
Άδεια θα τα πάρω και θα τα βάλω στο φέρετρο, –
στο πρόσωπο μου όμως τα εγγόνια θα αναγνωρίσουν
όλα όσα ήμουν … παρόλα αυτά όμως δεν είμαι εγώ•
Στα χαρακτηριστικά αυτά είναι χαρές κι οι λύπες μου
τεράστιες και ανυπόφορες για μένα:
αυτό είναι το αιώνιο πρόσωπο της εργασίας.
Νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1900