Άκου, το κέρας θλίβεται κατά τα δάση
κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει
κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει
με τ' αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.
Του λύκου κλαί' η ψυχή σε τούτη τη φωνή
που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)
από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή
και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.
Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,
σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,
με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.
Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:
ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,
που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει.
κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει
κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει
με τ' αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.
Του λύκου κλαί' η ψυχή σε τούτη τη φωνή
που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)
από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή
και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.
Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,
σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,
με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.
Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:
ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,
που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει.
~
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.