Μια δύναμη, που ήταν, μαζί, γλυκιά και φοβερή, έσφιξε τα φρένα του αυτοκινήτου, σιγάνεψε τη θορυβώδη κούρσα... Η μηχανή, όπου φυσούσαν όλοι οι μοντέρνοι Ήφαιστοι, ξαναβρήκε τον ρυθμό μιας ανάσας ανάλαφρης. Κι όπως αφήναμε πίσω μας την κώμη της Ελευσίνας, στα πλευρά του χαλύβδινου ζώου κολλήσανε δυο λευκές φτερούγες από φως.
Σα να μας ωδηγούσε μια εξημμένη δύναμη πάνω σ' έναν δρόμο ανοιγμένο απ' αυτήν, φαρδύ και στιλπνό σαν καθρέφτη και σα να 'ταν η μοίρα μας ν' αφηνόμαστε έτσι, να γλιστρούμε ανάμεσα γης κι ουρανού. Ο άνθρωπος στο τιμόνι σώπαζε στη σκιά: δεν ήταν πια παρά ένα ασαφές σχήμα, υποταγμένο στον ρυθμό του υπέρτατου σταθμού.
Η νύχτα είχε απλωθή μαλακά στην Αττική... Οι δυο φτερούγες από λάμψη έγειραν λίγο: τα δυο φανάρια ανάγγειλαν την κορυφή ενός απέραντου ιπποδρομίου. Κι άξαφνα, μπροστά μας, αυτή η απότομη κι ολοκληρωτική φωτοχυσία, αυτά τα περιδέραια από διαμάντια πάνω σ' έναν μαύρο λαιμό. Από τα βουνά ως κάτω στη θάλασσα: οι λάμπες. Από τον βράχο ως κάτω στο σκοτεινό νερό: η ζωή. Και μέσα στη νύχτα όλων των αιώνων που την αγάπησαν: η ΑΘΗΝΑ!
~
μτφ: Άρης Δικταίος
Σα να μας ωδηγούσε μια εξημμένη δύναμη πάνω σ' έναν δρόμο ανοιγμένο απ' αυτήν, φαρδύ και στιλπνό σαν καθρέφτη και σα να 'ταν η μοίρα μας ν' αφηνόμαστε έτσι, να γλιστρούμε ανάμεσα γης κι ουρανού. Ο άνθρωπος στο τιμόνι σώπαζε στη σκιά: δεν ήταν πια παρά ένα ασαφές σχήμα, υποταγμένο στον ρυθμό του υπέρτατου σταθμού.
Η νύχτα είχε απλωθή μαλακά στην Αττική... Οι δυο φτερούγες από λάμψη έγειραν λίγο: τα δυο φανάρια ανάγγειλαν την κορυφή ενός απέραντου ιπποδρομίου. Κι άξαφνα, μπροστά μας, αυτή η απότομη κι ολοκληρωτική φωτοχυσία, αυτά τα περιδέραια από διαμάντια πάνω σ' έναν μαύρο λαιμό. Από τα βουνά ως κάτω στη θάλασσα: οι λάμπες. Από τον βράχο ως κάτω στο σκοτεινό νερό: η ζωή. Και μέσα στη νύχτα όλων των αιώνων που την αγάπησαν: η ΑΘΗΝΑ!
~
μτφ: Άρης Δικταίος