Όταν ο Νάρκισσος πέθανε, η λιμνούλα στην οποία καθρεπτιζόταν έβαλε τα κλάματα.
Οι νύμφες Ορειάδες τη συμπόνεσαν.
Είχε δίκιο να κλαίει καθώς έχασε έναν τόσο όμορφο σύντροφο.
-Ήταν όμορφος ο Νάρκισσος; ρώτησε η λιμνούλα.
- Και ποιος άλλος μπορεί να το ξέρει αυτό καλύτερα
από σένα αποκρίθηκαν οι Ορειάδες.
Από μας περνούσε μόνο από μπροστά χωρίς να μας δίνει καθόλου σημασία.
Εσένα αναζητούσε πάντοτε, και ξάπλωνε στην όχθη σου,
και έσκυβε και κοίταζε τα νερά σου
και καθρέπτιζε την ομορφιά του.
Οι νύμφες Ορειάδες τη συμπόνεσαν.
Είχε δίκιο να κλαίει καθώς έχασε έναν τόσο όμορφο σύντροφο.
-Ήταν όμορφος ο Νάρκισσος; ρώτησε η λιμνούλα.
- Και ποιος άλλος μπορεί να το ξέρει αυτό καλύτερα
από σένα αποκρίθηκαν οι Ορειάδες.
Από μας περνούσε μόνο από μπροστά χωρίς να μας δίνει καθόλου σημασία.
Εσένα αναζητούσε πάντοτε, και ξάπλωνε στην όχθη σου,
και έσκυβε και κοίταζε τα νερά σου
και καθρέπτιζε την ομορφιά του.
Κι η λιμνούλα απάντησε:
-Εγώ όμως τον Νάρκισσο τον αγαπούσα,
όταν έσκυβε από την όχθη μου και καθρεπτιζόταν,
-Εγώ όμως τον Νάρκισσο τον αγαπούσα,
όταν έσκυβε από την όχθη μου και καθρεπτιζόταν,
έβλεπα μέσα στα μάτια του την δική μου ομορφιά.
~
(Πεζό ποίημα)