Άμοιρη!Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη
στους τοίχους,στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά-κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει
κάτι σα φάντασμα ,θολό και ανέγγιχτο,
κι όπου περνάς σιγά το κάθε αγγίζει.
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη
στους τοίχους,στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά-κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει
κάτι σα φάντασμα ,θολό και ανέγγιχτο,
κι όπου περνάς σιγά το κάθε αγγίζει.
Όξω ,βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας-και τότε αντάμα
τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα....κι ένα κλάμα.
Κι απ' τη γωνιά,ο καλός της λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλίο ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου,
κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά,φριχτά,το μοιρολόι.
Ο Λάμπρος Πορφύρας, (Καρδάμυλα Χίου, 1879 - Πειραιάς, 1932), ψευδώνυμο
του Δημητρίου Συψώμου, ήταν λυρικός ποιητής. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα
γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε
με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος
μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους
και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν
θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και
στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική
φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το
συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του
είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από
πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της
έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του
μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. [Βιογραφία]