Τα μάτια, που με τόσο πάθος τραγουδούσα·
τα μπράτσα και τα χέρια και τα πόδια και η όψη
που μ’ είχαν (και μαζί και μόνα) στα δύο κόψει
και ξένος μες στον φίλιο κόσμο επερπατούσα·
η κόμη (ο χρυσαφένιος ρύακας) που εκοιτούσα·
του αγγελικού της γέλιου η αστραπή, στα σώψυ-
χα μέσα που τον ουρανό έφερνέ μου σό-
ψιον, λίγη στάχτη είναι πια: η Καλλονή είναι α π ο ύ σ α.
τα μπράτσα και τα χέρια και τα πόδια και η όψη
που μ’ είχαν (και μαζί και μόνα) στα δύο κόψει
και ξένος μες στον φίλιο κόσμο επερπατούσα·
η κόμη (ο χρυσαφένιος ρύακας) που εκοιτούσα·
του αγγελικού της γέλιου η αστραπή, στα σώψυ-
χα μέσα που τον ουρανό έφερνέ μου σό-
ψιον, λίγη στάχτη είναι πια: η Καλλονή είναι α π ο ύ σ α.
Εγώ όμως ζω, στον πόνο μέσα και στη θλίψη·
χωρίς το φως, που τόσο ελάτρευα, έχω μείνει
– με σάπιο ξύλο σε φουρτούνα μόνος. Τα ύψη
της λύρας τής ερωτικής τα καταπίνει
ο θρήνος, που έως τρυγός τη φλέβα μού έχει στύψει
– απότιστο το πνεύμα, και άμουσο πια, σβήνει.
~
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
χωρίς το φως, που τόσο ελάτρευα, έχω μείνει
– με σάπιο ξύλο σε φουρτούνα μόνος. Τα ύψη
της λύρας τής ερωτικής τα καταπίνει
ο θρήνος, που έως τρυγός τη φλέβα μού έχει στύψει
– απότιστο το πνεύμα, και άμουσο πια, σβήνει.
~
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής