Μία γυναίκα, απαλά, μου τραγουδάει, στο σούρουπο,
πηγαίνοντάς με ξανά στα περασμένα, μέχρι να δω
ένα παιδί, να κάθεται κάτω απ΄το πιάνο, στη βουή των
τρεμάμενων χορδών,
και να κρατά τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας,
που χαμογελά καθώς τραγουδάει.
Σε πείσμα, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
προδίδει την καρδιά μου, που ανήκει
στα παλιά κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι, με τον χειμώνα έξω
και τους ύμνους, στο ζεστό σαλόνι, με το πιάνο οδηγό μας.
πηγαίνοντάς με ξανά στα περασμένα, μέχρι να δω
ένα παιδί, να κάθεται κάτω απ΄το πιάνο, στη βουή των
τρεμάμενων χορδών,
και να κρατά τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας,
που χαμογελά καθώς τραγουδάει.
Σε πείσμα, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
προδίδει την καρδιά μου, που ανήκει
στα παλιά κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι, με τον χειμώνα έξω
και τους ύμνους, στο ζεστό σαλόνι, με το πιάνο οδηγό μας.
Έτσι είναι τώρα μάταιη για τον τραγουδιστή η ορμή του,
με το μεγάλο μαύρο παθητικό πιάνο. Η γοητεία
με το μεγάλο μαύρο παθητικό πιάνο. Η γοητεία
των παιδικών ημερών με κατακλύζει, η ωριμότητά μου είναι
πεταγμένη
κάτω στην πλήμμυρα της μνήμης. Σαν παιδί κλαίω για το
παρελθόν.
~
Μετάφρ. Μόσχος Λαγκουβάρδος