Αν κάποια νύχτα μαύρη και βαριά,
κανένας χριστιανός σαν από χάρη,
πλάι σε κάποια χαλάσματα παλιά,
θάψει το φημισμένο σου κουφάρι,
την ώρα που τ’ αστέρια αγνά ένα ένα,
τα μάτια τους σφαλούν τα κουρασμένα,
τα δίχτυα της η αράχνη εκεί θα στήσει
κι η όχεντρα τα παιδιά της θα γεννήσει.
κανένας χριστιανός σαν από χάρη,
πλάι σε κάποια χαλάσματα παλιά,
θάψει το φημισμένο σου κουφάρι,
την ώρα που τ’ αστέρια αγνά ένα ένα,
τα μάτια τους σφαλούν τα κουρασμένα,
τα δίχτυα της η αράχνη εκεί θα στήσει
κι η όχεντρα τα παιδιά της θα γεννήσει.
Και θεν’ ακούς όλο το χρόνο εσύ,
πάνω απ’ το κολασμένο σου κεφάλι,
των λύκων τη θρηνητική κραυγή,
της πεινασμένης μάγισσας στριγκλιές,
του γέρου του λάγνου την κραιπάλη
και των κλεφτών τα σχέδια για κλεψιές.
~
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης
«Τα άνθη του κακού», εκδ. γράμματα