Καλοκαίρι, ώρα να φεύγω. Και με πονάνε
τα υποταγμένα χεράκια από τα απογεύματά σου.
Φτάνεις αφοσιωμένα έρχεσαι γερασμένο
και δε θα συναντήσεις στην ψυχή μου πια κανέναν.
Καλοκαίρι! Και θα περάσεις κάτω απ' τα μπαλκόνια μου
με μεγάλο προσευχητήριο κομπολόι από χρυσάφια κι αμέθυστους,
σαν ένας θλιμμένος επίσκοπο που φτάνει
από μακριά να ψάξει και να ευλογήσει
τις σπασμένες βέρες κάποιων νεκρών νυμφίων.
τα υποταγμένα χεράκια από τα απογεύματά σου.
Φτάνεις αφοσιωμένα έρχεσαι γερασμένο
και δε θα συναντήσεις στην ψυχή μου πια κανέναν.
Καλοκαίρι! Και θα περάσεις κάτω απ' τα μπαλκόνια μου
με μεγάλο προσευχητήριο κομπολόι από χρυσάφια κι αμέθυστους,
σαν ένας θλιμμένος επίσκοπο που φτάνει
από μακριά να ψάξει και να ευλογήσει
τις σπασμένες βέρες κάποιων νεκρών νυμφίων.
Καλοκαίρι, ώρα να φεύγω. Εκεί, στο Σεπτέμβρη,
έχω ένα τριαντάφυλλο που σου εμπιστεύομαι πολύ
Θα το ποτίσεις με αγιασμό όλες
τις μέρες των τάφων και των κριμάτων.
Αν απ' το πείσμα του να κλαίει το μαυσωλείο,
με πίστης φως το μάρμαρό σου φτερακίζει,
τη προσευχής σου ύψωσε τη φωνή και ζήτα
απ' το Θεό να το κρατάει νεκρό για πάντα.
Για όλα κιόλας είναι αργά
Και δε θα συναντήσεις στην ψυχή μου πια κανέναν.
Μην κλαις πια καλοκαίρι! Σ' εκείνο το αυλάκι
πεθαίνει το ρόδο που ξαναγεννιέται πολύ...
~
Από τον τόμο Ποιητικά Άπαντα