Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.
Ψυχομαχάει μια λάμπα
ψυχομαχάει μια λάμπα.
Στο ξέστρωτο κρεββάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεββάτι.
Μεσ' την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μεσ' την καρδιά του ξύλου.
Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.
Κι' απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη
αργοξυπνούν δυο μάτια
- ένα τριζόνι τρίζει -
κ' εμπρός στα δυο τα μάτια
μιαν άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
Ο Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Αποστολίδης και ήταν γιος του Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου Αποστόλου Κουμιώτη και της Μαριέτας Ράλλη της γνωστής χιώτικης οικογένειας. Από παιδί εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκληρώνει την σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο 1883-1890 και στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε από νεαρή ηλικία. Από μαθητής δημοσίευε άρθρα σε πειραιώτικες εφημερίδες ενώ το 1884 σε ηλικία 18 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Δάφναι εις την 25ηνΜαρτίου 1821». Από το 1884 δημοσίευε χρονογραφήματα και άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, συχνά με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Το 1907 δημοσίευσε την δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Παγά λαλέουσα» ενώ έγραψε και μελέτες, δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και έκανε δυο μεταφράσεις («Απολογία του Σωκράτη» του Πλάτωνα και «Παν» του Κνουτ Χάμσουν). Διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του ενώ ήταν πολύ στενός φίλος με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μάλιστα είναι ο φωτογράφος που τράβηξε την γνωστή φωτογραφία με τον Παπαδιαμάντη καθήμενο.
Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.
Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών.
Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.
Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών.