Ρεμβαστική παλιά μου φίλη
ήρθε η Σελήνη να με πάρη.
Για το λαμπρόν ορίζοντά σου
η νοσταλγία σου θ’ απάρη.
Δυο πλανεμένες μέσ’ στη νύχτα
πάνω σου σκιές θ’ αργοπερνούνε.
Θ’ αναθυμούνται, θα σωπαίνουν,
καθώς σωπαίνουν που ξεχνούνε.
Με μαγικά πετράδια θάχης
στρωμένη την πλατιά σου αγκάλη,
ως την αυγή να μας πλανέψης
να μείνουμε κοντά σου πάλι.
Θα γίνη ατλάζινο το κύμα
και θα ρουφάμε τη δροσιά σου,
χλωμές κ’ οι δυο μας νοσταλγίες,
ενάντιωμα στην αρνησιά σου.
Ώρες θα μείνουμε σαν πρώτα,
μάτια στα μάτια καρφωμένα,
να πίνω θλίψη εγώ από κείνη
και κείνη τη σιωπή από μένα.
Και θα μας εύρη η αυγή γερμένες
σ’ ένα ναυαγισμένο καϊκι,
στους κόλπους σου αποτραβηγμένο
κι’ απ’ τον αγώνα κι’ απ’ τη νίκη,
σα ναυαγούς και μας κοντά σου
με τη γαλήνη σου δεμένες
τη μια χλωμότερη απ’ την άλλη
να σβήνουμε συλλογισμένες.
ήρθε η Σελήνη να με πάρη.
Για το λαμπρόν ορίζοντά σου
η νοσταλγία σου θ’ απάρη.
Δυο πλανεμένες μέσ’ στη νύχτα
πάνω σου σκιές θ’ αργοπερνούνε.
Θ’ αναθυμούνται, θα σωπαίνουν,
καθώς σωπαίνουν που ξεχνούνε.
Με μαγικά πετράδια θάχης
στρωμένη την πλατιά σου αγκάλη,
ως την αυγή να μας πλανέψης
να μείνουμε κοντά σου πάλι.
Θα γίνη ατλάζινο το κύμα
και θα ρουφάμε τη δροσιά σου,
χλωμές κ’ οι δυο μας νοσταλγίες,
ενάντιωμα στην αρνησιά σου.
Ώρες θα μείνουμε σαν πρώτα,
μάτια στα μάτια καρφωμένα,
να πίνω θλίψη εγώ από κείνη
και κείνη τη σιωπή από μένα.
Και θα μας εύρη η αυγή γερμένες
σ’ ένα ναυαγισμένο καϊκι,
στους κόλπους σου αποτραβηγμένο
κι’ απ’ τον αγώνα κι’ απ’ τη νίκη,
σα ναυαγούς και μας κοντά σου
με τη γαλήνη σου δεμένες
τη μια χλωμότερη απ’ την άλλη
να σβήνουμε συλλογισμένες.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)