Εχθές στο τσίρκο εχόρεψε κάποια μικρή χορεύτρια,
ωραία, μες στην τζεργκέρζικη, πολεμική στολή της,
κι όλοι με λάγνα, λαμπερά την εκοιτούσαν μάτια,
κι όλοι με κρύφια επιθυμιά ποθούσαν το φιλί της.
Χορεύοντας τραγούδαγε κάποιο γλυκό τραγούδι,
σε ξένη γλώσσα, που έλεγε για μακρινές πατρίδες,
για δέντρα, για ψηλά βουνά, για βρύσες κρουσταλλένιες,
και για Αμαζόνων πόλεμους, για θρύλους, για ηρωίδες.
ωραία, μες στην τζεργκέρζικη, πολεμική στολή της,
κι όλοι με λάγνα, λαμπερά την εκοιτούσαν μάτια,
κι όλοι με κρύφια επιθυμιά ποθούσαν το φιλί της.
Χορεύοντας τραγούδαγε κάποιο γλυκό τραγούδι,
σε ξένη γλώσσα, που έλεγε για μακρινές πατρίδες,
για δέντρα, για ψηλά βουνά, για βρύσες κρουσταλλένιες,
και για Αμαζόνων πόλεμους, για θρύλους, για ηρωίδες.
Και χόρευε με ρυθμικές κι ανάλαφρες κινήσεις,
σαν το λουλούδι ετάνιζε τη λυγερή της μέση,
ορθώνοντας τα δάχτυλα, ύψωνε το κορμί της,
κι ύστερα πάλι ελύγιζε, σα να ΄θελε να πέσει.
Και το τραγούδι ετέλειωσε, κι έπαψε τον χορό της,
όμως κανείς δεν τόλμησε τα χέρια να χτυπήσει,
όλοι άφωνοι κοιτάζανε τα κόκκινά της χείλη,
όπου θριάμβου πρόσκαιρου χαμόγελο είχε ανθίσει.
Μα τη στιγμή που αλάλαξαν απ' τη συγκίνησή τους,
σαν όλους κάποια μυστική φωνή να τους οδήγει,
η όμορφη χορεύτρια, με τα βαμμένα χείλη,
κάνοντας μιαν απότομη στροφή είχε πια φύγει.