Θυμάμαι, ενώ χωρίζαμε στη μαρμαρένια σκάλα,
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου 'πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.
Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι'
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ' ένα φιλί στα χείλη.
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου 'πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.
Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι'
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ' ένα φιλί στα χείλη.
Πέρασε το φθινόπωρο, κακός βοριάς σιμώνει,
κι ειν' η καρδιά μου μόνη-
κοντοζυγών' η παγωνιά, τα σύννεφα κι η μπόρα,
-και τι θα γίνω τώρα...
Σου 'γραφα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα:
δε μου 'γραψες ούτ' ένα'
και στη γιορτή σου, σου 'στειλα τ' άνθη τα ταxτικά σου:
δεν έλαβα δικά σου.
Τώρα, στο δρόμο σου περνώ, με μάτι κουρασμένο,
-και δε σε περιμένω'
μου φαίνεται πως όλ' αυτά κοιμούνται σ' έναν τάφο,
-γι' αυτό, και δε σου γράφω.
Όμως, εκείνο το φιλί, που δώσαμε σα φίλοι,
μου τυραννεί τα χείλη:
το 'χω, για καταδίκη μου, και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου..
~
Από το βιβλίο Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα
εκδ. Ζήτρος, 2001
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]