Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud), «Βρώμικο αίμα»

Απ’ τους προγόνους μου του Γαλάτες, κατέχω τα χλωμά γαλάζια μάτια μου, η στενοκεφαλιά και η αδεξιότητα μου στη μάχη. Τα ενδύματα μου είναι τόσο βαρβαρικά όσο και τα δικά τους. Tα μαλλιά μου όμως, αλίγδωτα τ’ αφήνω.

Οι Γαλάτες ήταν ζωογδάρτες και οι πιο αδέξιοι αχυροξηραντές της εποχής τους. Από αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και την αγάπη μου για ανοσιουργήματα – Ω! και όλα τα είδη της βίας, το θυμό,  την  ακολασία- υπέροχη που’ ναι,  την απόλαυση: – και προ πάντων το ραχάτι και  την τεμπελιά.

Κάθε είδους τέχνες με τρομοκρατούν.  Αφεντικά και εργάτες, όλοι τους χωριάτες, ταπεινής καταγωγής. Το χέρι που βαστά την πέννα είναι ισάξιο αυτού που κρατά τ’ αλέτρι. Τί χειρωνακτική εποχή! Ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω τα χέρια μου. Έτσι κι αλλιώς
η νοικοκυροσύνη φαντάζει μακριά μου. Η εντιμότητα της ζητιανιάς με θλίβει. Οι εγκληματίες είναι τόσο αηδιαστικοί όσο και οι ευνούχοι· Παραμένω ανέγγιχτος, κι όλα το ίδιο μου κάνουν.

Αλλά ποιός κατέστησε τη γλώσσα μου τόσο αναξιόπιστη, ώστε μέχρι τώρα με καθοδήγησε και με κράτησε αδρανή;  Ούτε καν το ίδιο μου το σώμα δε χρησιμοποίησα για να τα καταφέρω, πιο αργόσχολος και από έναν φρύνο, έζησα παντού. Ούτε μια οικογένεια υπάρχει στην Ευρώπη που να μη γνωρίζω. Μιλώντας για οικογένειες εννοώ, φαμίλιες σα τη δική μου, που χρωστούν τα πάντα στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με γιους πρωτότοκους κάθε φαμίλιας ξάπλωσα.

Εάν είχα έστω, κάποια ταύτιση, σε ένα οποιοδήποτε χρονικό σημείο της Γαλλικής ιστορίας.

Αλλά αντ’ αυτού, τίποτε.

Γνωρίζω καλά ότι ήμουν πάντα απόγονος μιας κατώτερης γενιάς. Έτσι δεν μπόρεσα να κατανοήσω την επανάσταση. Οι πρόγονοι μου ποτέ δεν εξεγέρθηκαν , εκτός του να λεηλατήσουν, του να κατασπαράξουν σα λύκοι, το κτήνος που δεν σκότωσαν.

Αναθυμούμαι την ιστορία της Γαλλίας, πρεσβυτέρας κόρης της Εκκλησίας. Έπρεπε να ‘χω πάει, όπως ένας δουλοπάροικος, σταυροφόρος στους Άγιους Τόπους· το κεφάλι μου είναι γεμάτο μονοπάτια των πεδιάδων της Σουαβίας, απόψεων του Βυζαντίου, προμαχώνων της Ιερουσαλήμ, της λατρείας της Μαρίας, της θλιβερής σκέψης του Χριστού Εσταυρωμένου, στροφές στο κεφάλι μου με χίλιες γητειές βέβηλες .  – Κάθομαι σαν τον λεπρό απάνου σε  θρύψαλα δοχείων και τσουκνίδες, στα θεμέλια ενός διαβρωμένου από τον ήλιο τείχους.- Αργότερα, στρατιώτης του ιππικού, βρήκα προσωρινό καταφύγιο κάτω από τις γερμανικές νύχτες.

Α! Ένα πράγμα ακόμη· Χορεύω σε Σαββαταία τελετή σε κατακόκκινο ξέφωτο, χορεύω μαζί με γριές και παιδιά.

Δεν θυμάμαι καλά το παρελθόν τούτης της γης και τη Χριστιανοσύνη. Ποτέ δεν θα σταματήσω να βλέπω τον εαυτό μου σ’ αυτό το παρελθόν. Αλλά πάντα ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, ποία γλώσσα τάχα χρησιμοποίησα για να μιλήσω;  Ποτέ δεν φάνηκα στα συμβούλια του Χριστού· Μήτε στα συμβούλια των Λόρδων, αντιπροσώπων του Χριστού. Τι να’ μουν άραγε στον περασμένο αιώνα: Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο παρόν μου. Όχι άλλοι περιπλανώμενοι, όχι άλλοι ασαφείς πόλεμοι πια. Η ταπεινή ράτσα  συγκάλυψε επαρκώς τα πάντα-τους ανθρώπους, καθώς λεει κάποιος, την αιτία· το έθνος και την επιστήμη.

 Α! Επιστήμη! Όλα έχουν ξαναγίνει. Το τούτο μου εστί το αίμα – το ύστατο μυστήριο-  έχουμε την Ιατρική και τη Φιλοσοφία- των αρχαίων γυναικών τα γιατροσόφια και τα λαϊκά τραγούδια παρήλθαν. Και οι πριγκιπικές διασκεδάσεις και τα απαγορευμένα των βασιλέων παιχνίδια. Γεωγραφία, Κοσμογραφία, Μηχανική, Χημεία!…

Επιστήμη, η νέα αριστοκρατία! Πρόοδος! Ο κόσμος προελαύνει!…Και γιατί να μην μπορεί ν’ αλλάξει τούτο;

Είναι τα οράματα των αριθμών. Κινούμαστε προς το Πνεύμα. Και ότι σας λέγω είναι βέβαιο, είναι προφητικό. Κατανοώ και δεδομένου ότι δεν μπορώ να εκφραστώ χωρίς λέξεις παγανιστικές, καλύτερα να παραμείνω σιωπηλός.

Αίμα ειδωλολατρικό επιστρέφει! Σιμώνουμε το Πνεύμα· γιατί ο Χριστός δεν μ’ ελεεί κληροδοτώντας την ψυχή μου με ευγένεια και ελευθερία;  Αλίμονο, το Ευαγγέλιο παρήλθε! Το Ευαγγέλιο! Το Ευαγγέλιο.

Αδηφάγος αναμένω το Θεό μου. Για την αιωνιότητα ολάκερη θα παραμένω ο γόνος μιας κατώτερης γενιάς.

Και τώρα είμαι εδώ, στις παραλίες της Βρετάνης. Αφήστε τις πόλεις να ανάψουν τις λάμπες τους τη νύχτα. Η ημέρα μου έσβησε· εγκαταλείπω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αγέρας θα καυτηριάσει τους πνεύμονες μου· τα τροπικά κλίματα θα μαυρίσουν τη σάρκα μου. Να κολυμπήσω, να λιώσω το χορτάρι, να κυνηγήσω, μα πιότερο να καπνίσω· να πιω οινοπνεύματα δυνατά σα σίδερο λιωμένο, όπως αυτά που συνήθιζαν να πίνουν οι αγαπημένοι μου πρόγονοι γύρω από φωτιές αναμμένες.

Θα επιστρέψω με σιδερένια μέλη, με μαυρισμένη σάρκα και μάτια λυσσασμένα. Και στη θέα ετούτη, ως  δυνατής γενεάς θα τους φανώ. Χρυσάφι θα κατέχω: Βάναυσος και νωθρός θα είμαι. Γυναίκες προστρέχουν τέτοιας λογής  σακάτηδες αγροίκους που γυρνούν από κλίματα αναμμένα. Θα αναμειχθώ με τα κοινά. Σώθηκα.

Τώρα είμαι καταραμένος. Απεχθάνομαι την πατρίδα μου. Το καλύτερο για μένα είναι ένας μεθυσμένος ύπνος , φυτεμένος σε κάποια ακρογιαλιά, μόνο αυτό αξίζει.

Μα κανείς δε φεύγει – Ας ξαναπιάσουμε εξ’ αρχής τους δρόμους μας – φορτωμένους με ανηθικότητα, μ’  ανηθικότητα που έθρεψε τις ρίζες του μαρτυρίου μου, από της λογικής την εποχή- στον ουρανό ανεβαίνει, χτυπώντας με, εκσφενδονίζοντας και σέρνοντας με.

Η τελική αθωότητα, η τελική δειλία. Καθώς έχει λεχθεί. Ας μη διασπείρω στον κόσμο την απέχθεια και τις προδοσίες μου.

Εμπρός! Η πορεία, τα φορτία, η ερημιά, πλήξη και οργή.

Σε ποιόν να πουληθώ; Ποιά κτήνη να λατρέψω; Ποιές ιερές εικόνες να καταστρέψει κάποιος; Ποιές καρδιές θα ραγίσω;  Ποιό ψέμα να κρατήσω – σε ποιό αίμα να πατήσω;

Καλύτερα να προφυλαχθώ απ’ τη δικαιοσύνη – η σκληρή ζωή, απλά κτηνώδης- Ν’ ανασηκώσω, με μια στεγνή γροθιά, το σκέπαστρο του φέρετρου, να ξαπλώσω μέσα, ασφυκτιώντας. Έτσι μήτε γηρατειά, μήτε κίνδυνοι: ο τρόμος δεν είναι Γάλλος

Α! Τόσο πολύ προλόγισα, που προσφέρω ανώφελα αυτό, που ένα θείο είδωλο το ωθεί στην τελειότητα.

Ω, Αυταπάρνηση μου, θαυμαστή φιλευσπλαχνία μου, ανιδιοτελή μου αγάπη! Ακόμα εδώ κάτω, για όλα αυτά.

Εκ Βαθέων, Κύριε, (De profundis, Domine) Τι αρχίδι που είμαι!

Μικρό παιδί ήμουν ακόμη, που θαύμασα τη σκληρή καταδίκη αυτών, που η πόρτα της φυλακής θα τους κρατήσει ισόβια δεσμώτες. Επισκέφθηκα πανδοχεία και δωμάτια νοικιασμένα,  από την παρουσία του, καθαγιασμένα. Αντίκρισα με το βλέμμα του τον γαλανό ουρανό και τον οργασμό των ανθών μες στα λιβάδια.  Στους δρόμους των πόλεων ακολούθησα το μοιραίο του άρωμα  Κι ήταν δυνατότερος από Άγιο, πιο διαισθητικός από στρατοκόπο- και αυτός, αυτός μόνο! ήταν μάρτυρας της δόξης και του σκοπού.

Σε άδειους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, άστεγος, παγωμένος και πεινασμένος, μια φωνή έσφιξε την παγωμένη μου καρδιά: «Αδυναμία ή Δύναμη: Υπάρχεις, τούτο είναι δύναμη. Δεν γνωρίζεις κατά που ή γιατί πορεύεσαι, προς πάσα κατεύθυνση να πορευθείς, απάντησε σε καθένα. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα σε βλάψει πιότερο, απ’ ότι σα νάσουν  πτώμα». Το πρωί η ματιά μου ήταν τόσο απλανής και το πρόσωπο μου έμοιαζε τόσο άδειο, που κι αυτούς που καταπρόσωπο συναπάντησα, ίσως μήτε να  μ’ αντιλήφθηκαν.

Ξάφνου, στις πόλεις, η λάσπη μου φάνηκε σα μίγμα κοκκινόμαυρο, όπως η αντανάκλαση της λάμπας στον καθρέφτη,  που μετακινείται στο διπλανό δωμάτιο, όπως ο θησαυρός στο δάσος! Καλή Τύχη ούρλιαξα, κι είδα μια θάλασσα από φλόγες και καπνός γέμισε τον ουρανό· και στ’ αριστερά, και στα δεξιά, κάθε αγαθό να εκρήγνυται όπως μυριάδες κεραυνοί.

Αλλά από τα όργια και τη συντροφιά των γυναικών όλα μου ήταν απαγορευμένα. Ούτε ακόμα ένας φίλος. Είδα τον εαυτό μου μπροστά σε έναν όχλο, να στέκει αντιμέτωπος με έναν πυροσβεστικό ουλαμό, κλαίγοντας με θλίψη που δεν μπορούσαν να με καταλάβουν, και ζήτησα συγχώρεση! – όπως η Ζαν Ντ’ Αρκ !- « Κληρικοί, Καθηγητές και Ιατροί, σφάλετε καθώς με παραδίδετε στα χέρια του νόμου. Ποτέ δεν ήμουν δικός σας· Ποτέ δεν ήμουν Χριστιανός· Ανήκω στη ράτσα που τραγούδησε στο ικρίωμα. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους σας· Δεν έχω καμία ηθική, είμαι ένα κτήνος: Έχετε παραπλανηθεί…»

Ναι, σφαλίζω τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι ένα κτήνος, ένας αράπης. Αλλά μπορώ να σωθώ. Σεις είστε ψευταράπαδες, μανιακοί, άγριοι, δυστυχείς, όλοι σας. Έμπορε, είσαι ένας σκυλάραπας· Δικαστή, είσαι ένας σκυλάραπας· Στρατηγέ, είσαι σκυλάραπας, Αυτοκράτορα, παλιά μου φαγούρα, είσαι σκυλάραπας· Μεθύσατε μ’ αφορολόγητο πιοτό, παραγωγής του Σατανά – αυτοί οι άνθρωποι εμπνέονται από τον πυρετό και τον καρκίνο. Ανάπηροι και γέροι είναι τόσο αξιοσέβαστοι που ζητούν να τους βράσουν – το καλύτερο πράγμα είναι να εγκαταλείψεις αυτή την ήπειρο, όπου η τρελή περιπλάνηση παρέχει καταφύγιο σε αυτούς τους τρισάθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο των παιδιών του Ham.

Κατανοώ τη φύση;  Κατανοώ τον εαυτό μου; Όχι άλλα λόγια. Θάβω τους πεθαμένους στην κοιλιά μου… Κραυγές, τύμπανα, χορός, χορός, χορός, χορός! Δεν βλέπω την ώρα που οι λευκοί θα αποβιβαστούν, θα περιέλθω στην ανυπαρξία.

Δίψα και πείνα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός!

Οι λευκοί αποβιβάζονται! Κανόνια! Τώρα πρέπει να βαφτιστούμε, να ντυθούμε και να αρχίσουμε τη δουλειά.

Η καρδιά μου διαποτίστηκε από επιείκεια. Α! Κι αυτό δεν το είχα προβλέψει.

Δεν έχω σε λάθος υποπέσει. Αλαφρές θα’ ναι οι μέρες μου, και άφεση θα μου δοθεί. Δεν θα υποφέρω τα βάσανα μιας ψυχής μισοπεθαμένης έναντι του Αγαθού, εκεί όπου φως ασκητικό επιστρέφει ως νεκρικών κεριών το φως. Η μοίρα ενός υιού πρωτότοκου, ένα πρόωρο φέρετρο σκεπασμένο αστραφτερά δάκρυα. Χωρίς αμφιβολία η ασωτία είναι ανόητη, η διαστροφή επίσης· κάποιος πρέπει να πετάξει τη σαπίλα μακριά. Μα το ρολόι θα πρέπει να σημάνει στις ώρες του απόλυτου πόνου. Άραγε μπορώ σα να ‘μουν παιδί να παίξω στον Παράδεισο, ξεχνώντας όλη αυτή τη δυστυχία;

Γρήγορα! Υπάρχουν άλλες ζωές; Ο ύπνος για τους πλουσίους είναι αδύνατος. Τα πλούτη ήταν πάντοτε κοινό αγαθό.  Η Θεϊκή  Αγάπη παρέχει μόνο τα κλειδιά της γνώσης. Βλέπω ότι η φύση είναι μόνο μια επίδειξη ευγένειας. Αποχαιρετιστήριες χίμαιρες, ιδανικά και λάθη.

Το μετρημένο άσμα των αγγέλων αναδύεται από το ναυαγοσωστικό πλοιάριο: Είναι η θεία αγάπη. Δύο αγάπες! Δύναμαι να πεθάνω από αγάπη γήινη, να πεθάνω από αφοσίωση. Άφησα πίσω μου ψυχές των οποίων η θλίψη θέριεψε στη αναχώρηση μου. Με επιλέγετε μεταξύ των ναυαγών, αυτοί που παραμένουν άραγε δεν είναι φίλοι μου;

Σώστε τους!

Ο σκοπός αναγεννήθηκε μέσα μου. Ο κόσμος είναι καλός. Θα ευλογήσω τη ζωή. Θα αγαπήσω τους αδελφούς μου. Δεν υπάρχουν πλέον οι υποσχέσεις της παιδικής ηλικίας. Μήτε η ελπίδα της διαφυγής των γηρατειών και του θανάτου. Ο Θεός είναι η δύναμή μου, και Τον δοξάζω.

Η πλήξη δεν είναι πλέον η αγάπη μου. Η οργή, διαστροφή, τρέλα, των οποίων κάθε παρόρμηση και καταστροφή γνωρίζω – το φορτίο μου ολόκληρο κατέβασα. Με καθαρό το πνεύμα σας εκτιμήστε το μέγεθος της αθωότητας μου. Είμαι ανίκανος να ζητήσω της ήττας μου παρηγοριά. Δεν με φαντάζομαι να ξεκινώ για γάμο, και ο Ιησούς Χριστός να είναι πεθερός μου.

Δεν είμαι δεσμώτης του σκοπού μου. Έχω πει: Θεός. Θέλω ελευθερία στη σωτηρία: πώς θα την επιτύχω; Οι ελαφρές απολαύσεις μ’ αφήσανε. Καμία περαιτέρω ανάγκη για τη θεία αγάπη ή για την αφοσίωση στο καθήκον. Δεν μετανοώ για την εποχή των συγκινήσεων και των αισθημάτων. Κάθε τι έχει το σκοπό του, περιφρόνηση και ευσπλαχνία: Κρατώ τη θέση μου στην κορυφή της αγγελικής ιεραρχίας της καλής αίσθησης.

Όσον αφορά στην εγκατεστημένη ευτυχία, εσωτερική ή όχι… όχι δεν δύναμαι. Είμαι τόσο άσωτος, τόσο αδύναμος. Τον ανθό της ζωής φουντώνει η εργασία, να μια παλιά ιδέα, όχι δική μου· η ζωή μου δεν ζυγίζει παρά ελάχιστα, παρασύρεται και περιπλανιέται πολύ πέρα από τη δράση, αυτό το αγαπημένο σημείο του κόσμου. 

Πώς έγινα γεροντοκόρη, για να βρω το κουράγιο και  να αγαπήσω το θάνατο!

Αν ο Θεός μου κληροδοτούσε ηρεμία ουράνια, αιθερική, η προσευχή- όπως οι πρώτοι μάρτυρες- Άγιοι! Ισχυροί! Αναχωρητές, ενός είδους καλλιτέχνες πλέον δεν χρειαζόμαστε!

Τούτη η φάρσα δεν έχει τέλος! Η αθωότητά μου είναι αρκετή να με κάνει να δακρύσω. Η ζωή είναι η φάρσα που όλοι πρέπει να παίξουμε.

Αρκετά! Αυτό είναι η τιμωρία σας …. Εμπρός, Μαρς!

 A! Τα πνευμόνια μου καίγονται, τα μηλίγγια μου στριγκλίζουν! Η νύχτα κυλά στα μάτια μου, κάτω από αυτόν τον ήλιο! Η καρδιά μου… τα μέλη μου….

Πού πηγαίνουμε; Στη μάχη; Είμαι αδύναμος! οι άλλοι προχωρούν… Εργαλεία, όπλα…χρόνος!…

Πυρ! Ρίχτε μου! Εδώ! ή παραδίνομαι -δειλοί! Θα σκοτωθώ! Θα ριχτώ κάτω από τις οπλές των αλόγων!

 Aχ!…

– Θα σε συνηθίσω

Αυτός θα ήταν ο Γαλλικός τρόπος ζωής, το μονοπάτι της τιμής!
~
"Μια εποχή στην κόλαση"
 Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου
πηγή

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης