Μια μέρα, πλέοντας μες στον Ωκεανό
(μα δεν θυμάμαι πια ποιόν ουρανό είχα επάνω),
λίγο κρασί ακριβό αδειάζω στο κενό,
στο Τίποτα σαν νά ’θελα σπονδή να κάνω.
Ποιός νά ’θελε, ω, ποιος την απώλειά σου, ω αλκοόλη;
Στο θείον ίσως νά ’δειξα υπακοή;
Ή μήπως από μέριμνά μου όλη κι όλη,
αντί αίματος του ονείρου, να έχυσα κρασί;
Τη διαύγειά του, οπού ’μαστε συνηθισμένοι
και τη σαν ρόδο ολάνοιχτο αρωματισμένη,
η θάλασσα η εξ ίσου αγνή την πήρε πέρα…
Κρασί χαμένο – μεθυσμένα κύματα!…
Και να τα! αναπηδάνε στον πικρόν αγέρα
(φερμένα απ’ τους μυχούς) αιθέρια σχήματα…
(μα δεν θυμάμαι πια ποιόν ουρανό είχα επάνω),
λίγο κρασί ακριβό αδειάζω στο κενό,
στο Τίποτα σαν νά ’θελα σπονδή να κάνω.
Ποιός νά ’θελε, ω, ποιος την απώλειά σου, ω αλκοόλη;
Στο θείον ίσως νά ’δειξα υπακοή;
Ή μήπως από μέριμνά μου όλη κι όλη,
αντί αίματος του ονείρου, να έχυσα κρασί;
Τη διαύγειά του, οπού ’μαστε συνηθισμένοι
και τη σαν ρόδο ολάνοιχτο αρωματισμένη,
η θάλασσα η εξ ίσου αγνή την πήρε πέρα…
Κρασί χαμένο – μεθυσμένα κύματα!…
Και να τα! αναπηδάνε στον πικρόν αγέρα
(φερμένα απ’ τους μυχούς) αιθέρια σχήματα…
~
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής