Στο καμένο σπίτι, τρώω πρωινό.
Καταλαβαίνετε: δεν υπάρχει πρωινό, δεν υπάρχει σπίτι
Κι όμως, να που είμαι εδώ.
Το κουτάλι που έχει λιώσει ξύνει
το μπολ που έχει λιώσει επίσης.
Κανένας άλλος δεν είναι τριγύρω.
Πού πήγαν όλοι, αδελφός και αδελφή,
μητέρα και πατέρας; Έφυγαν στην ακτή,
Ίσως. Τα ρούχα τους είναι ακόμα στις κρεμάστρες,
Καταλαβαίνετε: δεν υπάρχει πρωινό, δεν υπάρχει σπίτι
Κι όμως, να που είμαι εδώ.
Το κουτάλι που έχει λιώσει ξύνει
το μπολ που έχει λιώσει επίσης.
Κανένας άλλος δεν είναι τριγύρω.
Πού πήγαν όλοι, αδελφός και αδελφή,
μητέρα και πατέρας; Έφυγαν στην ακτή,
Ίσως. Τα ρούχα τους είναι ακόμα στις κρεμάστρες,
Τα πιάτα τους στοιβαγμένα δίπλα στον νεροχύτη,
που είναι δίπλα στην ξυλόσομπα
με τη σχάρα και το καπνισμένο τσαγερό της,
κάθε λεπτομέρεια ολοκάθαρη,
τσίγκινο κύπελλο και κυματιστός καθρέφτης.
Η μέρα είναι φωτεινή και ατραγούδιστη,
η λίμνη είναι γαλάζια, το δάσος άγρυπνο.
Στην ανατολή μια στιβάδα σύννεφα
φουσκώνει σιωπηλά σαν μαύρο ψωμί.
Μπορώ να δω τις σπείρες στον μουσαμά,
Μπορώ να δω τα ψεγάδια στο γυαλί,
αυτές τις αναλαμπές εκεί που τα χτυπάει ο ήλιος.
Δεν μπορώ να δω τα ίδια μου τα χέρια και τα πόδια
Ή να ξεχωρίσω αν πρόκειται για παγίδα ή ευλογία,
Το να βρεθώ εδώ, όπου τα πάντα
μέσα σ’ αυτό το σπίτι έχουν τελειώσει από καιρό,
τσαγερό και καθρέφτης, κουτάλι και μπολ,
συμπεριλαμβανομένου του ίδιου μου του κορμιού,
συμπεριλαμβανομένου του κορμιού που είχα τότε,
συμπεριλαμβανομένου του κορμιού που έχω τώρα
καθισμένη σε τούτο το τραπέζι του πρωινού, μόνη κι ευτυχισμένη,
γυμνά πόδια παιδιού πάνω σε καψαλισμένα σανίδια
(μπορώ σχεδόν να δω)
Στα φλεγόμενα ρούχα μου, το λεπτό πράσινο σορτσάκι
και το λερό κίτρινο μπλουζάκι
να βαστούν την καρβουνιασμένη, ανύπαρκτη,
φωτοβόλα σάρκα μου. Πυρακτωμένη.
~
Μτφρ: Έφη Φρυδά