Έτσι, σαν κυνηγός, που απ’ το κυνήγι
κουράστηκε, θωρώντας να ’χει φύγει
μακριά τ’ αγρίμι, και κάθεται σ’ έναν
ίσκιο πλάι σε σκυλιά λαχανιασμένα,
όμοια, αφού την κυνήγησα του κάκου
κι άφησα το κυνήγι κουρασμένος,
ξαναγύρισεν η όμορφη λαφίνα
στο ρυάκι το πλαϊνό να ξεδιψάσει.
Τότε, πιο μαλακά κοιτάζοντάς με
στάθηκε εκεί χωρίς να με φοβάται·
κουράστηκε, θωρώντας να ’χει φύγει
μακριά τ’ αγρίμι, και κάθεται σ’ έναν
ίσκιο πλάι σε σκυλιά λαχανιασμένα,
όμοια, αφού την κυνήγησα του κάκου
κι άφησα το κυνήγι κουρασμένος,
ξαναγύρισεν η όμορφη λαφίνα
στο ρυάκι το πλαϊνό να ξεδιψάσει.
Τότε, πιο μαλακά κοιτάζοντάς με
στάθηκε εκεί χωρίς να με φοβάται·
μισότρεμε ως την άγγιξα μονάχα,
και την έδεσα με τη θέλησή της.
Παράξενο, ένα ζώο τόσο άγριο, αλήθεια,
τόσο εύκολα ν’ αφήσει να το πιάσουν.
~
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
και την έδεσα με τη θέλησή της.
Παράξενο, ένα ζώο τόσο άγριο, αλήθεια,
τόσο εύκολα ν’ αφήσει να το πιάσουν.
~
Μετάφραση: Άρης Δικταίος