Η υπέρτατη ομορφιά που θαυμάζω στ’ αλήθεια,
Μάρτυρας ο κόσμος πόσο αξίζει να επαινείται:
Το φως απ’ το οποίο έχει ουράνια φωτιά ανάψει
Στο λεπτό μου πνεύμα, εκείνη ύψωσε απ’ την λάσπη·
Το ότι είμαι τώρα με την πελώρια λάμψη της σαστισμένος,
Ταπεινό πράγμα που δεν μπορώ πιά ν’ αντέχω να βλέπω·
Αλλά θωρώντας την ακόμα, στέκομαι έκπληκτος
Στη θαυμαστή όψη ενός τόσο θεϊκού χρώματος.
Έτσι όταν η γλώσσα μου θα ’λεγε τους πρέποντες επαίνους,
Σταμάτησε από της σκέψης την κατάπληξη:
Μάρτυρας ο κόσμος πόσο αξίζει να επαινείται:
Το φως απ’ το οποίο έχει ουράνια φωτιά ανάψει
Στο λεπτό μου πνεύμα, εκείνη ύψωσε απ’ την λάσπη·
Το ότι είμαι τώρα με την πελώρια λάμψη της σαστισμένος,
Ταπεινό πράγμα που δεν μπορώ πιά ν’ αντέχω να βλέπω·
Αλλά θωρώντας την ακόμα, στέκομαι έκπληκτος
Στη θαυμαστή όψη ενός τόσο θεϊκού χρώματος.
Έτσι όταν η γλώσσα μου θα ’λεγε τους πρέποντες επαίνους,
Σταμάτησε από της σκέψης την κατάπληξη:
Κι όταν η πένα μου θα έγραφε τους αληθινούς της τίτλους,
Αρπάχθηκε από της φαντασίας την απορία:
Ωστόσο τότε στην καρδιά μου και είπα και έγραψα
Το θαύμα που η αντίληψή μου δεν μπορεί να εσωτερικεύσει.