Ο ελέφαντας, το παλαιό τεράστιο θηρίο,
ζευγαρώνει αργά·
βρίσκει μια θηλυκιά, βιάση δεν δείχνουνε καμιά
και περιμένουν
μέχρι η συμπάθεια να εγερθεί σιγά-σιγά
στις αχανείς τους ντροπαλές καρδιές
ενώ χασομερούν στις ποταμίσιες κοίτες
και πίνουν και κορφολογούν τις φυλλωσιές
ζευγαρώνει αργά·
βρίσκει μια θηλυκιά, βιάση δεν δείχνουνε καμιά
και περιμένουν
μέχρι η συμπάθεια να εγερθεί σιγά-σιγά
στις αχανείς τους ντροπαλές καρδιές
ενώ χασομερούν στις ποταμίσιες κοίτες
και πίνουν και κορφολογούν τις φυλλωσιές
και ορμάνε πανικόβλητοι μαζί με το κοπάδι
μες στων δασών τη φτέρη,
και μες σ’ απόλυτη σιωπή κοιμούνται και ξυπνούν
μαζί, χωρίς να πούνε λέξη.
Έτσι αργά γεμίζουν οι ελέφαντες με πόθο
την φλογερή τεράστια καρδιά τους
κι εν τέλει σμίγουν τα πελώρια θηρία μυστικά
κρύβοντας τη φωτιά τους.
Τα παλαιότερα είν’ από τα θηρία και τα πιο σοφά
γι’ αυτό και ξέρουν τελικά
πώς να αναμένουν την πιο μοναχική γιορτή,
την πλέον ολοκληρωμένη ευωχία.
Δεν πρόκειται να αρπαχτούν, να ξεσκιστούν·
οι μάζες του αίματός τους θα συρθούν
κοντά, κοντύτερα σαν την παλοίρροια,
ωσότου μέσα στην πλημμύρα ν’ αγγιχτούν.
~
Β΄ Μεταφραστικό Σχεδίασμα: Σοφία Γιοβάνογλου