Καλέ μου, ομορφονιέ, Τσιγγάνε,
άκου οι καμπάνες πώς χτυπάνε.
Κάθε φορά τρελά αγαπιόμαστε
νομίζοντας πως δε φαινόμαστε.
Μα δεν κρυφτήκαμε καλά,
μας είδαν όλες οι καμπάνες
απ’ τα καμπαναριά ψηλά
και στο ντουνιά το διαλαλάνε.
άκου οι καμπάνες πώς χτυπάνε.
Κάθε φορά τρελά αγαπιόμαστε
νομίζοντας πως δε φαινόμαστε.
Μα δεν κρυφτήκαμε καλά,
μας είδαν όλες οι καμπάνες
απ’ τα καμπαναριά ψηλά
και στο ντουνιά το διαλαλάνε.
Αύριο ο Γιάννης κι ο Θωμάς,
η Μάρω, η Μάρθα κι η Μαρίνα,
η φουρναρίνα κι ο ψωμάς
και η εξαδέρφη μου η Κατίνα
θα γελούν όταν θα περνώ.
Πια δε θα ξέρω τι να κάνω.
Μακριά μου θά `σαι, θα πονώ
κι ίσως, ακόμα, να πεθάνω.
η Μάρω, η Μάρθα κι η Μαρίνα,
η φουρναρίνα κι ο ψωμάς
και η εξαδέρφη μου η Κατίνα
θα γελούν όταν θα περνώ.
Πια δε θα ξέρω τι να κάνω.
Μακριά μου θά `σαι, θα πονώ
κι ίσως, ακόμα, να πεθάνω.