Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.