Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
θα ξέρει να διατρέχει του δέρματος τις πτυχώσεις,
το βάθος να συναντά των ματιών μου
και αυτό που μέσα μου φωλιάζει να γνωρίζει:
το διάφανο χελιδόνι της στοργής.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
να με κατέχει δεν θα θέλει σαν πραμάτεια,
ούτε σαν τρόπαιο να μ’ εκθέτει κυνηγιού,
θα ξέρει να ’ναι στο πλευρό μου
με την ίδια αγάπη
που εγώ θα είμαι στο πλάι του.
θα ξέρει να διατρέχει του δέρματος τις πτυχώσεις,
το βάθος να συναντά των ματιών μου
και αυτό που μέσα μου φωλιάζει να γνωρίζει:
το διάφανο χελιδόνι της στοργής.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
να με κατέχει δεν θα θέλει σαν πραμάτεια,
ούτε σαν τρόπαιο να μ’ εκθέτει κυνηγιού,
θα ξέρει να ’ναι στο πλευρό μου
με την ίδια αγάπη
που εγώ θα είμαι στο πλάι του.
Η αγάπη του άντρα που θα μ’ αγαπά
θα ’ναι δυνατή σαν τον κορμό ερυθρίνας,
προστατευτική και στέρεη σαν εκείνην,
και καθάρια σαν Δεκέμβριου πρωί.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
δεν θ’ αμφιβάλλει για το χαμόγελό μου
ούτε απ’ τον όγκο θα τρομάζει των μαλλιών μου,
θα σέβεται τη λύπη και σιωπή μου
και με χάδια θα μ’ αγγίζει στην κοιλιά σαν μια κιθάρα,
μουσική να ξεπηδάει και χαρά
από τα βάθη μέσα του κορμιού μου.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
σε μένα θα βρίσκει
την αιώρα ν’ αποθέτει
τον βαρύ σωρό των ανησυχιών του,
τη φίλη που μαζί της θα μοιράζεται τα μυστικά τα πιο κρυφά του,
τη λίμνη όπου θα επιπλέει
δίχως το φόβο μήπως η άγκυρα του συμβιβασμού
την πτήση του απαγορεύσει σαν θελήσει να γίνει πουλί.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
ποίηση θα κάνει τη ζωή του,
φτιάχνοντας την κάθε μέρα
με το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.
Μα πάνω απ’ όλα τούτα,
ο άντρας που θα μ’ αγαπά
την Πόλη πρέπει ν’ αγαπά,
όχι ως ιδέα αφηρημένη
βγαλμένη απ’ το μανίκι,
μα σαν κάτι συγκεκριμένο και απτό,
ενώπιον του οποίου θ’ αποδίδει έμπρακτα τιμές
και θα προσφέρει τη ζωή του αν χρειαστεί.
Ο άντρας που θα μ’ αγαπά
το πρόσωπό μου θ’ αναγνωρίζει μες στο ανάχωμα,
θα μ’ αγαπά γονατιστός στη γη
καθώς μαζί οι δυο θα βάλλουμε
κατά του εχθρού.
Η αγάπη του δικού μου άντρα
θα αγνοεί το φόβο του δοσίματος,
ούτε θα τρέμει μην βρεθεί μες στη μαγεία του έρωτα
σε μια πλατεία κατάμεστη απ’ τα πλήθη.
Θα μπορεί να φωνάζει «σ’ αγαπώ»
ή ψηλά στα κτίρια να το γράφει
υπερασπίζοντας το δικαίωμά του να νιώθει
το πιο όμορφο κι ανθρώπινο απ’ τα αισθήματα.
Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα του ξεγλιστρά στις κατσαρόλες
ή στις πάνες του μωρού,
θα ’ναι δροσερό αεράκι
διαπερνώντας σύννεφα ονείρων και περασμένων ημερών,
αδυναμίες που, αιώνες τώρα, μας κρατούσαν χωρισμένους
σαν όντα άλλου αναστήματος το καθένα.
Η αγάπη του δικού μου άντρα
δεν θα μου κολλάει ετικέτες και ταμπέλες,
αέρα θα μου αφήνει ελεύθερο και χώρο,
τροφή ν’ αναπτυχθώ και καλύτερη να γίνω,
σαν μια Επανάσταση
που την κάθε μέρα κάνει
αρχή για μια νέα νίκη.
Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος
και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη
Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα
στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το
1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για
ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή. Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουν
βραβευθεί επανειλημμένα, και η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους
συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει τέσσερα
παιδιά.