Κόλλησε το άλικό σου στόμα στο δικό μου,/ Άστρο, τσιγγάνα εσύ!
Και κάτω από του ήλιου το χρυσάφι, στο καταμεσήμερο,/ το μήλο θα δαγκώσω.
Μέσα στα πράσινα λιόδεντρα του λόφου/ ειν’ ένας πύργος μαυριτανικός,
που θυμίζει το μελαχρινό σου χρώμα/ που μυρίζει αυγή και μέλι.
Στο λιοψημένο σου κορμί μου δίνεις/ τη θεϊκή τροφή
που κάνει ν’ ανθίζουν τα ήσυχα ρυάκια/ και ν’ αστερώνουν οι άνεμοι.
Γιατί δέχεσαι, φως μελαχρινό,/ να μου παραδίνεις μαζί
με του κρινένιου φύλου σου τον έρωτα/ των στηθιών σου τη χλαλοή;
Αιτία μήπως είναι το θλιμμένο μου ύφος;/ (Ω θλιβερή μου εμφάνιση!)
και σπλαχνίστηκες ίσως τη ζωή μου/ την ξοδεμένη σε ποιήματα;…..
Δαναΐδα της ηδονής είσαι μαζί μου,/ ένας Σάτυρος θηλυκός
που τα φιλιά του έχουν άρωμα από στάχια/ φρυγμένα από τον ήλιο.
Θάμπωσε τα μάτια μου με το τραγούδι σου./ Άφησε τα μαλλιά σου
ν’ απλωθούνε μεγαλόπρεπα σαν ένας πέπλος/ από ίσκιο πάνω στο λιβάδι.
Ζωγράφισέ μου με το ματωμένο στόμα σου/ έναν ουρανό του έρωτα
σ’ αυτόν που λάμπει, πάνω σ’ ένα φόντο σάρκας, το μενεξεδί/ αστέρι της οδύνης.
Ο ανδαλουσιανός μου Πήγασος είναι αιχμάλωτος/ των ορθάνοιχτων ματιών σου.
Θα πετάξει πέρα, σκεφτικός και θλιμμένος/ όταν θα τα δει νεκρά.
Και να μη μ’ αγαπούσες, εγώ σ’ αγαπώ/ για τα μαύρα σου μάτια,
όπως ο κορυδαλλός που μοναχά για τη δροσιά της/ αγαπάει την καινούρια μέρα.
Κόλλησε το άλικό σου στόμα στο δικό μου,/ Άστρο, τσιγγάνα εσύ,
και άφησέ με, κάτω από του μεσημεριού την κάψα,/ να δαγκάσω αχόρταγος το μήλο.
~
(Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, τ. Α’, εκδ. Εκάτη)
πηγή
Και κάτω από του ήλιου το χρυσάφι, στο καταμεσήμερο,/ το μήλο θα δαγκώσω.
Μέσα στα πράσινα λιόδεντρα του λόφου/ ειν’ ένας πύργος μαυριτανικός,
που θυμίζει το μελαχρινό σου χρώμα/ που μυρίζει αυγή και μέλι.
Στο λιοψημένο σου κορμί μου δίνεις/ τη θεϊκή τροφή
που κάνει ν’ ανθίζουν τα ήσυχα ρυάκια/ και ν’ αστερώνουν οι άνεμοι.
Γιατί δέχεσαι, φως μελαχρινό,/ να μου παραδίνεις μαζί
με του κρινένιου φύλου σου τον έρωτα/ των στηθιών σου τη χλαλοή;
Αιτία μήπως είναι το θλιμμένο μου ύφος;/ (Ω θλιβερή μου εμφάνιση!)
και σπλαχνίστηκες ίσως τη ζωή μου/ την ξοδεμένη σε ποιήματα;…..
Δαναΐδα της ηδονής είσαι μαζί μου,/ ένας Σάτυρος θηλυκός
που τα φιλιά του έχουν άρωμα από στάχια/ φρυγμένα από τον ήλιο.
Θάμπωσε τα μάτια μου με το τραγούδι σου./ Άφησε τα μαλλιά σου
ν’ απλωθούνε μεγαλόπρεπα σαν ένας πέπλος/ από ίσκιο πάνω στο λιβάδι.
Ζωγράφισέ μου με το ματωμένο στόμα σου/ έναν ουρανό του έρωτα
σ’ αυτόν που λάμπει, πάνω σ’ ένα φόντο σάρκας, το μενεξεδί/ αστέρι της οδύνης.
Ο ανδαλουσιανός μου Πήγασος είναι αιχμάλωτος/ των ορθάνοιχτων ματιών σου.
Θα πετάξει πέρα, σκεφτικός και θλιμμένος/ όταν θα τα δει νεκρά.
Και να μη μ’ αγαπούσες, εγώ σ’ αγαπώ/ για τα μαύρα σου μάτια,
όπως ο κορυδαλλός που μοναχά για τη δροσιά της/ αγαπάει την καινούρια μέρα.
Κόλλησε το άλικό σου στόμα στο δικό μου,/ Άστρο, τσιγγάνα εσύ,
και άφησέ με, κάτω από του μεσημεριού την κάψα,/ να δαγκάσω αχόρταγος το μήλο.
~
(Φ. Γκ. Λόρκα, Ποιητικά άπαντα, τ. Α’, εκδ. Εκάτη)
πηγή