Ξεκίνησα ἕνα πρωινὸ
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.
Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.
Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.
Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.
Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.
Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)
κάτω ἀπὸ διάφανο οὐρανὸ
μὲ ρυθμικὸ τὸ βῆμα.
Μία δίψα ἡ ξάστερη ματιά.
Φεύγαν οἱ ὁρίζοντες μακριὰ
καπνὸς ποὺ ἐλιγοθύμα.
Κ᾿ ἐνῶ ἡ ψυχὴ κυματισμὸς
κ᾿ ἡ εὐτυχία σὰ χρησμὸς
εὐνοϊκὸς γυρνοῦσε,
στάθηκα κάπου ξαφνικὰ
κοιτάζοντας φρικιαστικὰ
ποὺ ὁ θάνατος περνοῦσε.
Ἄλλαξε χρῶμα ὁ οὐρανός.
Ὁ ὁρίζοντας πιὸ κοντινὸς
Τὸ βῆμα τί ὠφελοῦσε;
Ἔσκυψα πρὸς τὴ γῆ σεμνὰ
κ᾿ εἶδα ἕνα ἀνθάκι ταπεινὰ
ποὺ μοῦ χαμογελοῦσε.
Καὶ τόσο γλύκανε ἡ καρδιά,
ποὖχα ξεχάσει κιόλα πιὰ
τὸν ἀρχισμένο δρόμο.
Εὔκολη ἡ πίστη στὴ χαρὰ
μοὔδενε γαλανὰ φτερὰ
στὸν ἄσκυφτο τὸν ὦμο.
Μὰ δὲν ἐβράδυνε ἡ πικρὴ
Γνώση φιλίαν ἱερὴ
ναρθῆ νὰ μοῦ χαρίση
κι ἀνύποπτα, προδοτικὰ
ἀπὸ τῆς ζωῆς τὰ μυστικὰ
σκληρὰ νὰ μὲ χωρίση.
Τώρα δὲν ἔχω κάπου πιὰ
νὰ στρέψω τὴ θολὴ ματιά.
Τίποτε δὲν προσμένω.
Μόνο τὸ Θάνατο ξανὰ
εἶδα ἐδῶ κάπου νὰ γυρνᾶ
γιὰ κάτι ὑποσχεμένο.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)