Προσμένω, είν’ η ψυχή μου ελπίδα,
στη νύχτα την τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιον που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανή.
στη νύχτα την τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιον που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανή.
Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές το χαλασμό,
προσμένω την γαλήνιαν ώρα,
το βραδυνό χαιρετισμό.
Στην ξερασιά τώρα το χιόνι
πώχει σα σάβανο απλωθή,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθή.
Όλα προσμένω τα χαμένα
κ’ η ελπίδα μάγισσα μια γρηά
μου λέει πως έρχονται ολοένα
οι σκιές που χάνονται μακριά.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)