Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή κι ανίδεη και καλή,
που την ποθώ και με ποθεί, και πού με περιμένει,
—μα πέφτει η νύχτα τι νωρίς, κι οι δρόμοι είναι θολοί,
κι όλοι τραβάμε βιαστικοί, σαν αργοπορημένοι…
Το βράδι πέφτει, κι είν’ άργά, κι oι δρόμοι είναι θολοί,
κι ούτε πιο γνώριμα—με τι;—μπορούμε να ντυθούμε.
Κι ένα παρόμοιο δειλινό, θλιμμένοι πιο πολύ,
δίπλα θ’ αντιπεράσουμε και δε θ’ απαντηθούμε…
που την ποθώ και με ποθεί, και πού με περιμένει,
—μα πέφτει η νύχτα τι νωρίς, κι οι δρόμοι είναι θολοί,
κι όλοι τραβάμε βιαστικοί, σαν αργοπορημένοι…
Το βράδι πέφτει, κι είν’ άργά, κι oι δρόμοι είναι θολοί,
κι ούτε πιο γνώριμα—με τι;—μπορούμε να ντυθούμε.
Κι ένα παρόμοιο δειλινό, θλιμμένοι πιο πολύ,
δίπλα θ’ αντιπεράσουμε και δε θ’ απαντηθούμε…
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]