Της γης τα σπλάχνα κατοικεί Γίγας πανάρχαιος.
Είναι τριάκοντα αι χείρες του
κ' οι πόδες του τριάκοντα. Ο μέγας τράχηλός του
τριάκοντα στηρίζει κεφαλάς
κ' εκάστη έχει οφθαλμούς είκοσιν οξυτάτους,
δι' ους ημέρα είναι φωτερά
ο ζόφος ο βαθύτατος της γης της βαθυτάτης.
Είναι αργός, είν' αδιάφορος.
Έχει απείρους θησαυρούς· μεγάλα μεταλλεία
αργύρου, αδαμάντων και χρυσού.
Τον πλούτον τον εξαίσιον, τον περιττόν τον πλούτον
με τους εξακοσίους οφθαλμούς
βλέπει ψυχρώς, κάποτε δε, ίνα ενασχολήση
κανένα του αιώνα, τον μετρά.
Κ' έπειτα τον βαρύνεται, χασμάται δύο έτη,
και κουρασθείς αποκοιμίζεται.
Ο ύπνος του διέρχεται αιώνας ολοκλήρους·
παν όνειρόν του, μία γενεά.
Αλλ' αίφνης αφυπνίζεται έντρομος. Εφιάλτης -
της αδεσπότου ύλης γέννημα -
ετάραξε τον ύπνον του, εν τω θολώ καθρέπτη
των απαθών και κρύων του φρενών
αντανακλών φαντάσματα άγνωστα και φρικιώδη.
Τότε τα μέλη τα πελώρια
απλώνει και μ' εξήκοντα βραχίωνας και πόδας
κτυπά τον θόλον του, λακτεί. Κ' η γη
κλονίζετ' εκ των βάθρων της· αι πόλεις καταπίπτουν,
και όλοι πλημμυρούν οι ποταμοί,
και ρέουν από τα βουνά ως κύματα αι φλόγες.
Ανοιγοκλείεται το έδαφος
κ' οι άνθρωποι κατρακυλούν και θάπτονται εντός του.
Όμως ογρήγορα συνέρχεται
ο γίγας, και τους οφθαλμούς τους παμμεγέθεις τρίβων
καταλαμβάνει ότι μάταιος
ήτο τοσούτος θόρυβος και ταραχή τοσαύτη
δια ονείρου ποταπήν σκιάν.
Γελά με την δειλίαν του και τον πολύν του τρόμον
κ' εκ νέου εξαπλούται ήρεμος
και τα τριάκοντά του στόματα χαμογελούν.
Είναι τριάκοντα αι χείρες του
κ' οι πόδες του τριάκοντα. Ο μέγας τράχηλός του
τριάκοντα στηρίζει κεφαλάς
κ' εκάστη έχει οφθαλμούς είκοσιν οξυτάτους,
δι' ους ημέρα είναι φωτερά
ο ζόφος ο βαθύτατος της γης της βαθυτάτης.
Είναι αργός, είν' αδιάφορος.
Έχει απείρους θησαυρούς· μεγάλα μεταλλεία
αργύρου, αδαμάντων και χρυσού.
Τον πλούτον τον εξαίσιον, τον περιττόν τον πλούτον
με τους εξακοσίους οφθαλμούς
βλέπει ψυχρώς, κάποτε δε, ίνα ενασχολήση
κανένα του αιώνα, τον μετρά.
Κ' έπειτα τον βαρύνεται, χασμάται δύο έτη,
και κουρασθείς αποκοιμίζεται.
Ο ύπνος του διέρχεται αιώνας ολοκλήρους·
παν όνειρόν του, μία γενεά.
Αλλ' αίφνης αφυπνίζεται έντρομος. Εφιάλτης -
της αδεσπότου ύλης γέννημα -
ετάραξε τον ύπνον του, εν τω θολώ καθρέπτη
των απαθών και κρύων του φρενών
αντανακλών φαντάσματα άγνωστα και φρικιώδη.
Τότε τα μέλη τα πελώρια
απλώνει και μ' εξήκοντα βραχίωνας και πόδας
κτυπά τον θόλον του, λακτεί. Κ' η γη
κλονίζετ' εκ των βάθρων της· αι πόλεις καταπίπτουν,
και όλοι πλημμυρούν οι ποταμοί,
και ρέουν από τα βουνά ως κύματα αι φλόγες.
Ανοιγοκλείεται το έδαφος
κ' οι άνθρωποι κατρακυλούν και θάπτονται εντός του.
Όμως ογρήγορα συνέρχεται
ο γίγας, και τους οφθαλμούς τους παμμεγέθεις τρίβων
καταλαμβάνει ότι μάταιος
ήτο τοσούτος θόρυβος και ταραχή τοσαύτη
δια ονείρου ποταπήν σκιάν.
Γελά με την δειλίαν του και τον πολύν του τρόμον
κ' εκ νέου εξαπλούται ήρεμος
και τα τριάκοντά του στόματα χαμογελούν.
(1892)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)