Σ' αγαπώ... τι δε αν ήσαι κόρη ταπεινού ψαρά
μη τα 'μάτια σου διά τούτο είναι ήττον λαμπερά,
μη το χέρι σου δεν είναι απ' το γάλα πιο λευκόν,
και το σώμα σου χαρίτων έμπλεον ερωτικών;
Γένος, όνομα, τα πάντα λησμονώ ολοτελώς,
είμαι δούλος σου εμπροστά σου, του ηγεμόνος ο υιός!
Σ' αγαπώ... και σαν σε βλέπω στα τσαϊρια τ' ανθηρά
με τ' αγόρια του χωριού σου να χωρεύης ζωηρά,
τα ζηλεύω, και την τύχην την σκληράν μου θρηνωδώ
όπου δούλος σου να ήμαι δια πάντα δεν 'μπορώ.
Μεταξύ μας έχ' η μοίρα στήσει φοβερόν φραγμόν:
γενεάς αδησωπήτους διερμηνέων και αυθεντών!
μη τα 'μάτια σου διά τούτο είναι ήττον λαμπερά,
μη το χέρι σου δεν είναι απ' το γάλα πιο λευκόν,
και το σώμα σου χαρίτων έμπλεον ερωτικών;
Γένος, όνομα, τα πάντα λησμονώ ολοτελώς,
είμαι δούλος σου εμπροστά σου, του ηγεμόνος ο υιός!
Σ' αγαπώ... και σαν σε βλέπω στα τσαϊρια τ' ανθηρά
με τ' αγόρια του χωριού σου να χωρεύης ζωηρά,
τα ζηλεύω, και την τύχην την σκληράν μου θρηνωδώ
όπου δούλος σου να ήμαι δια πάντα δεν 'μπορώ.
Μεταξύ μας έχ' η μοίρα στήσει φοβερόν φραγμόν:
γενεάς αδησωπήτους διερμηνέων και αυθεντών!
(1884)
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)