Όταν πεθάνω, Θε μου, τι θα κάνεις;
Εγώ ’μαι το κανάτι σου (κι αν σπάσω;)
Εγώ ’μαι το πιοτό σου (κι αν χαλάσω;)
Κι είμαι το φόρεμά σου κι η δουλειά σου,
κι όταν χαθώ, χάνεις κι εσύ την έννοιά σου.
Αν λείψω, σπίτι πια κι εσύ δε θάχεις,
Εγώ ’μαι το κανάτι σου (κι αν σπάσω;)
Εγώ ’μαι το πιοτό σου (κι αν χαλάσω;)
Κι είμαι το φόρεμά σου κι η δουλειά σου,
κι όταν χαθώ, χάνεις κι εσύ την έννοιά σου.
Αν λείψω, σπίτι πια κι εσύ δε θάχεις,
όπου θερμά και κοντινά λόγια να σε
καλωσορίζουν.
Κι από τα κουρασμένα πόδια σου χαμαί θα πέσουν
τα βελουδένια σάνταλα, αυτά που εγώ είμαι.
Ο μέγας σου μανδύας θα σ’ αφήσει.
Το ανάβλεμμά σου, που θερμά
σα μαξιλάρι τόπαιρνε το μάγουλό μου,
θάρθει και θα με ψάχνει για πολύ –
κι όταν ο ήλιος πια θα βασιλέψει
στην αγκαλιά θα γείρει που θ’ απλώνουν
κρύα λιθάρια.
Ω Θε μου, τι θα κάνεις; Πώς φοβάμαι.
~
ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ από το «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ»
καλωσορίζουν.
Κι από τα κουρασμένα πόδια σου χαμαί θα πέσουν
τα βελουδένια σάνταλα, αυτά που εγώ είμαι.
Ο μέγας σου μανδύας θα σ’ αφήσει.
Το ανάβλεμμά σου, που θερμά
σα μαξιλάρι τόπαιρνε το μάγουλό μου,
θάρθει και θα με ψάχνει για πολύ –
κι όταν ο ήλιος πια θα βασιλέψει
στην αγκαλιά θα γείρει που θ’ απλώνουν
κρύα λιθάρια.
Ω Θε μου, τι θα κάνεις; Πώς φοβάμαι.
~
ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ από το «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ»
μετάφραση Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 807, 15/2/1961
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 807, 15/2/1961