Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα
κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!
Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.
Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».
~
Ο Βάρναλης έγραψε την παρακάτω αριστοτεχνική (αλλά και δηλητηριώδη) παρωδία του ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Προσευχή του ταπεινού», λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής «Θεία δώρα» του Παπαντωνίου το 1931. Ο Παπαντωνίου, καλός ποιητής, ήταν βενιζελικός και είχε ευνοηθεί από το κόμμα του αφού διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ακαδημαϊκός, καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και τεχνών κτλπ. πηγή
O
Κώστας Βάρναλης (Μπουργκάς, 1884 – 1974) ήταν λογοτέχνης. Είναι γνωστός
κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα,
κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. [Βιογραφία]