Ἀπόψε ἀγάπησα τὰ μάτια μου,
κοιτώντας τα μὲς στὸν καθρέφτη:
νὰ ’ταν τὸ φῶς, ποὺ μὲς στὴν κάμαρα,
τόσο λεπτὰ κι ἀνάερα πέφτει;
Νὰ ’ταν τὸ ρόδο τὸ ἀπριλιάτικο,
ποὺ τὸ ’χα βάνει στὴ γωνία,
νὰ μὴν τὸ δῶ νὰ παραδίνεται
στὴ βραδινὴ τὴν ἀγωνία;
Νὰ ’ταν, ἀλήθεια, τὸ τριαντάφυλλο,
ποὺ ξεψυχοῦσε στὸ ποτήρι,
– ἢ κάποιοι πόθοι ποὺ μὲ παίδευαν,
καὶ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στεῖροι;…
τὸ ρόδο ποὺ ’σβηνε, τὸ πάθος μου,
τὸ παραθύρι, ποὺ δὲν κλείνω,
– ἢ μήπως ἐπειδὴ σὲ κοίταξαν
τόσο πολύ, τὸ βράδυ ἐκεῖνο;
κοιτώντας τα μὲς στὸν καθρέφτη:
νὰ ’ταν τὸ φῶς, ποὺ μὲς στὴν κάμαρα,
τόσο λεπτὰ κι ἀνάερα πέφτει;
Νὰ ’ταν τὸ ρόδο τὸ ἀπριλιάτικο,
ποὺ τὸ ’χα βάνει στὴ γωνία,
νὰ μὴν τὸ δῶ νὰ παραδίνεται
στὴ βραδινὴ τὴν ἀγωνία;
Νὰ ’ταν, ἀλήθεια, τὸ τριαντάφυλλο,
ποὺ ξεψυχοῦσε στὸ ποτήρι,
– ἢ κάποιοι πόθοι ποὺ μὲ παίδευαν,
καὶ ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στεῖροι;…
τὸ ρόδο ποὺ ’σβηνε, τὸ πάθος μου,
τὸ παραθύρι, ποὺ δὲν κλείνω,
– ἢ μήπως ἐπειδὴ σὲ κοίταξαν
τόσο πολύ, τὸ βράδυ ἐκεῖνο;
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]