Μία έκφραση με πρωταγωνιστή το γαϊδούρι, το συμπαθητικό ζώο με την τεράστια υπομονή και αντοχή. Αυτή η φράση λέγεται όταν βλέπουμε ξαφνικά μπροστά μας κάποιον για τον οποίον συζητούσαμε. Και η προέλευσή της πάει πίσω, στα αρχαία χρόνια όπου οι Ελληνες θεωρούσαν τα γαϊδούρια ζώα ιερά και το γκάρισμά τους, ως καλό οιωνό πριν από μία μάχη. Και συγκεκριμένα, αναφέρεται στο περιστατικό όπου ο στρατηγός Φωκίων ανέβαλε την επίθεση στους Μακεδόνες του Φιλίππου, λόγω μικρού αριθμού στρατιωτών και φόβου ότι ο εχθρός θα τους κατατρόπωνε.
Και ενώ σκεφτόταν και συζητούσε για υποχώρηση, ακούστηκε το γκάρισμα ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο. Ο Φωκίων αναφώνησε ενθουσιασμένος, «κατά φωνή κι ο γάϊδαρος» και θεωρώντας ότι οι θεοί ήταν με το μέρος τους, διέταξε επίθεση η οποία ήταν νικηφόρα για το στράτευμά του. Επίσης..
Και ενώ σκεφτόταν και συζητούσε για υποχώρηση, ακούστηκε το γκάρισμα ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο. Ο Φωκίων αναφώνησε ενθουσιασμένος, «κατά φωνή κι ο γάϊδαρος» και θεωρώντας ότι οι θεοί ήταν με το μέρος τους, διέταξε επίθεση η οποία ήταν νικηφόρα για το στράτευμά του. Επίσης..