Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.
Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.
Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.
Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος
Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.
Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.
Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.
Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.
Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος
Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος – μάρτυς – ήρως
Ο Γεώργιος Σουρής (Ερμούπολη, 1853 - Νέο Φάληρο, 1919) ήταν σατιρικός
ποιητής και ένας από τους σπουδαιότερους της νεότερης Ελλάδας, έχοντας
χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Κατά την διάρκεια της ζωής του
προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές. Στις 2
Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας
του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη
εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17
Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36
χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1897 ο
Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την
κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον «Ρωμηό». Η
Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα
κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς
υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας
ιδιαίτερα. Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς
λειτουργούς ήταν οι παρακάτω : «...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά
Γιώργαινα μπεκρού θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά, κυρά Γιώργαινα σου λέω
δεν στεκόμαστε καλά», αφού σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη
αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ. Του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί
εξυβρίσει του ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο εδώλιο του
κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως καθώς στην απολογία του είπε πως σατίριζε
τη γυναίκα του. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του
γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα
σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να
βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το
ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη
δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και
φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. [Βιογραφία]