Κοιμήσου… ἐγὼ τὸν ὕπνον σου δὲν ἦλθα νὰ ταράξω
δὲν ἦλθα ἐδῶ στὸ μνῆμα σου οὒτ’ ἕνα λουλουδάκι
ἀπ’ ὅσα τὸ στολίζουνε κρυφὰ νὰ ξερριζώσω.
Κοιμήσου… χάρου, ποιητά, τὴν ἄφθαρτη γλυκάδα,
ποὺ ζώντας ἐπεθύμησες καὶ ποὺ νεκρὸς χορταίνεις.
Ἄφες κ’ ἐμένα νὰ χαρῶ, ἅφες μὲ νὰ πιστεύσω
ὅτ’ ἡ ψυχὴ τοῦ ποιητοῦ στὴν εὐμορφιὰ τοῦ κόσμου
εἶναι γλυκὸ κελάδισμα, εἶναι παλμὸς ἀγάπης,
ποὺ φεύγει ἐδῶθε νὰ κρυφθῆ μὲς στὴν καρδιά τοῦ
Πλάστου.
Κοιμήσου… οἱ χρόνοι φεύγουνε δυστυχισμένοι, μαῦροι…
Ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σ’ ἔχει ἀγκαλιασμένον,
σταλάζουνε σιγά, σιγά… καὶ πᾶσα τῶν ρανίδα
πνίγει χιλιάδες γενεές. Στοῦ τάφου σου τὸ χῶμα
χύνει δροσούλα καὶ ζωή, ρόδα σκορπᾶ καὶ δάφνες.
Τρεῖς χρόνοι τώρα πέρασαν… ἦλθα νὰ γονατίσω
στὸ μνῆμα σου καὶ νὰ σοῦ πῶ νὰ μὴ καταφρονέσης
τὸ χάρισμά μου τὸ φτωχό… Γιὰ τὸ μνημόσυνό σου
σώφερα νεκρολίβανο, σώφερα κι ἁγιοκέρι.
Ἀπὸ τὸν «Ἀστραπόγιαννο», 1867
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Αγία Μαύρα Λευκάδας, 1824 - 1879) ήταν επικός
ποιητής του αρματολισμού - ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους
ποιητές του 19ου αιώνα και πολιτικός. [Βιογραφία]