Σαν όλους ήταν καθιστή στο τσάι.
Πρώτα μου φάνηκε πως το φλιτζάνι της
κάπως αλλιώτικα απ’ τους άλλους το κρατούσε.
Μια φορά χαμογέλασε. Και πόνεσα σχεδόν.
Τέλος όλοι σηκώθηκαν κι άρχισαν να μιλούν
και αργά μες στα δωμάτια περιφέρονταν
σχεδόν τυχαία (μιλούσαν και γελούσαν),
εκεί την είδα πάλι. Βάδιζε πίσω τους
λίγο σφιγμένη, σαν να ετοιμαζόταν
Πρώτα μου φάνηκε πως το φλιτζάνι της
κάπως αλλιώτικα απ’ τους άλλους το κρατούσε.
Μια φορά χαμογέλασε. Και πόνεσα σχεδόν.
Τέλος όλοι σηκώθηκαν κι άρχισαν να μιλούν
και αργά μες στα δωμάτια περιφέρονταν
σχεδόν τυχαία (μιλούσαν και γελούσαν),
εκεί την είδα πάλι. Βάδιζε πίσω τους
λίγο σφιγμένη, σαν να ετοιμαζόταν
να τραγουδήσει μπροστά σ’ ένα πλήθος·
τα καθαρά της μάτια τα χαρούμενα
φωτίζονταν απ’ έξω, ακίνητο νερό.
Ακολουθούσε αργά, χρειαζόταν χρόνο
σαν να ’χε ακόμα κάποιο εμπόδιο να περάσει
ή μάλλον: σαν, μετά απ’ αυτό το πέρασμα,
να μη γινόταν πια να περπατήσει, μόνο να πετάξει.
Παρίσι, Ιούνιος 1906
~
τα καθαρά της μάτια τα χαρούμενα
φωτίζονταν απ’ έξω, ακίνητο νερό.
Ακολουθούσε αργά, χρειαζόταν χρόνο
σαν να ’χε ακόμα κάποιο εμπόδιο να περάσει
ή μάλλον: σαν, μετά απ’ αυτό το πέρασμα,
να μη γινόταν πια να περπατήσει, μόνο να πετάξει.
Παρίσι, Ιούνιος 1906
~
Μεταφραση από τα γερμανικά: Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Σημείωμα Ευαγγελίας Ανδριτσάνου: Θα παρατηρήσει ίσως κανείς ότι έχω παραβλέψει την ομοιοκαταληξία του πρωτοτύπου, πρόκειται ωστόσο για συνειδητή υφολογική επιλογή, όχι για παραίτηση μπροστά στη δυσκολία. Προτίμησα την όσο το δυνατόν πιο πιστή αποτύπωση των συστατικών που συνθέτουν το πνεύμα και το συναισθηματικό κλίμα του ποιήματος, με τα εργαλεία που γνωρίζω να μεταχειρίζομαι καλύτερα – πρόκειται δηλαδή για μεταγραφή.