― Ναΐς, δεν βλέπω πια το χρώμα των δαχτυλιδιών σου...
― Λυδή, δε βλέπω πια τους κύκνους απάνου στα κύματα...
― Ναΐς, δεν ακούς τη φλογέρα των βοσκών;
― Λυδή, δε νιώθεις τη μυρουδιάν απ΄ τις πορτοκαλιές;
― Γιατί μέσα μου, Ναΐς, ανεβαίνει μια πικρή ανατριχίλα,
άμα θωρώ τον ήλιο να πεθαίνει απάνου στη θάλασσα;
― Γιατί, Λυδή, έτσι, λαχταρώντας όλη, ακούω
τον μακρινό θόρυβο των αμαξιών που γυρνάν μέσα στο δρόμο;
Κι η Ναΐς, κι η Λυδή, οι παρθένες που είν΄ απάνω στα δεκαπέντε τους χρόνια,
μοναχές στην ταράτσα με τα δυνατά αρώματα,
― Λυδή, δε βλέπω πια τους κύκνους απάνου στα κύματα...
― Ναΐς, δεν ακούς τη φλογέρα των βοσκών;
― Λυδή, δε νιώθεις τη μυρουδιάν απ΄ τις πορτοκαλιές;
― Γιατί μέσα μου, Ναΐς, ανεβαίνει μια πικρή ανατριχίλα,
άμα θωρώ τον ήλιο να πεθαίνει απάνου στη θάλασσα;
― Γιατί, Λυδή, έτσι, λαχταρώντας όλη, ακούω
τον μακρινό θόρυβο των αμαξιών που γυρνάν μέσα στο δρόμο;
Κι η Ναΐς, κι η Λυδή, οι παρθένες που είν΄ απάνω στα δεκαπέντε τους χρόνια,
μοναχές στην ταράτσα με τα δυνατά αρώματα,
νιώθουν τη βαριά τους καρδιά να λιώνει σε σκοτεινά δάκρυα,
και κάτω απ΄ τα σκυμμένα τους μέτωπα ανακατώνοντας τα μαλλιά τους,
σ΄ ένα σφιχταγκάλιασμα, που σμίγει τα δυο στόματά τους,
ολολύζουν σιγανά μέσ΄ τ΄ απέραντο βράδυ.
~
απόδοση : Ναπολέων Λαπαθιώτης