Το σπίτι της είναι άδειο κι η καρδιά της είναι γερασμένη,
Και γεμάτη από σκιές και αντίλαλους που δεν ξεγελούν
Κανέναν εκτός απ’ αυτήν, γιατί ακόμα προσπαθεί να πλέξει
Με τυφλά ροζιασμένα δάχτυλα, δίχτυα που δεν μπορούν να αντέξουν.
Κάποτε, λέγεται, τα χέρια όλων των αντρών υψώνονταν προς αυτήν,
Και ζυγιάζονταν σαν λευκά πουλιά για το χάδι της:
Ένα στεφάνι μπορούσε να είχε για να δέσει κάθε μπούκλα
Των μαλλιών, και τα γλυκά της χέρια το χρυσάφι των μαγισσών.
Οι καθρέφτες της ξέρουν τις μαρτυρίες της, γιατί εκεί
Υψώθηκε σε όνειρα από άλλα όνειρα που της προσέδιδαν
Απαλότητα καθώς στεκόταν, στεφανωμένη απ’ τα απαλά μαλλιά.
Και με την τρεμάμενη καρδιά του και τα νεανικά του μάτια άρρωστα
Και τυφλά, νιώθει την παρουσία της σαν σκορπισμένο άρωμα,
Να τον κρατά ψυχή και σώμα μέσα στην παγίδα της.
Και γεμάτη από σκιές και αντίλαλους που δεν ξεγελούν
Κανέναν εκτός απ’ αυτήν, γιατί ακόμα προσπαθεί να πλέξει
Με τυφλά ροζιασμένα δάχτυλα, δίχτυα που δεν μπορούν να αντέξουν.
Κάποτε, λέγεται, τα χέρια όλων των αντρών υψώνονταν προς αυτήν,
Και ζυγιάζονταν σαν λευκά πουλιά για το χάδι της:
Ένα στεφάνι μπορούσε να είχε για να δέσει κάθε μπούκλα
Των μαλλιών, και τα γλυκά της χέρια το χρυσάφι των μαγισσών.
Οι καθρέφτες της ξέρουν τις μαρτυρίες της, γιατί εκεί
Υψώθηκε σε όνειρα από άλλα όνειρα που της προσέδιδαν
Απαλότητα καθώς στεκόταν, στεφανωμένη απ’ τα απαλά μαλλιά.
Και με την τρεμάμενη καρδιά του και τα νεανικά του μάτια άρρωστα
Και τυφλά, νιώθει την παρουσία της σαν σκορπισμένο άρωμα,
Να τον κρατά ψυχή και σώμα μέσα στην παγίδα της.
~
Μετάφραση: Κώστας Λιννός