Ανυπομονώ και τραγουδώ τον εαυτό μου.
Κι ό,τι απαιτώ κ' εσύ θα τ' απαιτήσεις.
Γιατί κάθε μόριο που μ' ανήκει, όμοια κ' εσέ σου ανήκει,
Κάθομαι αργός και προσκαλώ την ψυχή μου,
Γέρνω, ξαπλωμένος άνετα και ρίχνω τη ματιά σ' ένα βλαστάρι
χλόης καλοκαιρινής.
Με τη γλώσσα μου και με το κάθε μόριο του αίματός μου
καμωμένα από το χώμα ετούτο κι από τούτο τον αγέρα,
γεννημένος εδωπέρα από γονιούς γεννημένους εδωπέρα, οπού
οι γινίς τους το ίδιο κ' οι γονιοί των γονιών τους πάλι το ίδιο,
Περπατώντας στα τριανταεφά μου χρόνια τώρα, υγεία γιομάτος, αρχινώ,
Με την ελπίδα να μην πάψω ώσμε τον θάνατο,
Παρατώντας θρησκείες και σχολεία,
Κι αφήνοντάς τα πίσω μου – έχοντας ικανοποιηθεί για κάμποσο
καιρό από κείνο που είναι – μα χωρίς ποτέ να τα ξεχνώ,
Γίνομαι το λιμάνι του καλού και του κακού, κι αφήνω να μιλεί στην τύχη
Η Φύση, δίχως χαλινάρι, με την έμφυτην ορμή.
Σαν τι γυρεύεις έτσι δα στοχαστικός και σιωπηλός;
Σαν τι 'ναι που σου λείπει σύντροφε;
Αγαπημένο μου παιδί, θαρρείς πως ειν' η αγάπη;
Άκου, παιδί αγαπημένο μου, άκου Αμερική θυγατέρα είτε παιδί
Είναι βαρειός ο πόνος όντας αγαπάς παράφορα έναν άντρα ή
μια γυναίκα, κι όμως είναι τρανή ευδαιμονία, είναι μεγάλο πράγμα,
Μα είναι κι εν' άλλο ακόμα τρισμέγαλο, όπου τα πάντα σμίγει,
Κι όπου περίλαμπρον, επάνω από την ύλη και μ' ολοένα τα
χέρια του απλωμένα περνά και για τα πάντα προνοεί.
Κι ό,τι απαιτώ κ' εσύ θα τ' απαιτήσεις.
Γιατί κάθε μόριο που μ' ανήκει, όμοια κ' εσέ σου ανήκει,
Κάθομαι αργός και προσκαλώ την ψυχή μου,
Γέρνω, ξαπλωμένος άνετα και ρίχνω τη ματιά σ' ένα βλαστάρι
χλόης καλοκαιρινής.
Με τη γλώσσα μου και με το κάθε μόριο του αίματός μου
καμωμένα από το χώμα ετούτο κι από τούτο τον αγέρα,
γεννημένος εδωπέρα από γονιούς γεννημένους εδωπέρα, οπού
οι γινίς τους το ίδιο κ' οι γονιοί των γονιών τους πάλι το ίδιο,
Περπατώντας στα τριανταεφά μου χρόνια τώρα, υγεία γιομάτος, αρχινώ,
Με την ελπίδα να μην πάψω ώσμε τον θάνατο,
Παρατώντας θρησκείες και σχολεία,
Κι αφήνοντάς τα πίσω μου – έχοντας ικανοποιηθεί για κάμποσο
καιρό από κείνο που είναι – μα χωρίς ποτέ να τα ξεχνώ,
Γίνομαι το λιμάνι του καλού και του κακού, κι αφήνω να μιλεί στην τύχη
Η Φύση, δίχως χαλινάρι, με την έμφυτην ορμή.
Σαν τι γυρεύεις έτσι δα στοχαστικός και σιωπηλός;
Σαν τι 'ναι που σου λείπει σύντροφε;
Αγαπημένο μου παιδί, θαρρείς πως ειν' η αγάπη;
Άκου, παιδί αγαπημένο μου, άκου Αμερική θυγατέρα είτε παιδί
Είναι βαρειός ο πόνος όντας αγαπάς παράφορα έναν άντρα ή
μια γυναίκα, κι όμως είναι τρανή ευδαιμονία, είναι μεγάλο πράγμα,
Μα είναι κι εν' άλλο ακόμα τρισμέγαλο, όπου τα πάντα σμίγει,
Κι όπου περίλαμπρον, επάνω από την ύλη και μ' ολοένα τα
χέρια του απλωμένα περνά και για τα πάντα προνοεί.
~
Φύλλα Χλόης, μετ. Νίκος Προεστόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Φύλλα Χλόης, μετ. Νίκος Προεστόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας