Αγαπημένε μου Ζολιό,
σου γράφω από τον Άη - Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Αδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε
από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας στη ράχη μας τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε τις σκηνές μας
μην προφταίνοντας να στήσουμε δυο λιθάρια να βάλουμε πάνου το τσουκάλι μας
μην προφταίνοντας να ξυριστούμε και να καπνίσουμε μισό τσιγάρο στα γόνατα της αυγής.
Από προσκλητήριο σε προσκλητήριο
από αγγαρεία σε αγγαρεία
κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
- όσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θα 'ταν αυτός ο κήπος μας - πώς ήταν;
- πώς είναι ένα στόμα που λέει "σ' αγαπώ" ;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μια φεγγερή φωνή μέσα στη νύχτα
μια σιγανή φωνή να λέει: λευτεριά και ειρήνη.
Έτσι από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας από λύπη σε λύπη το μπόγο μας
κουβαλώντας την καρδιά μας μέσα στο μπόγο μας
κουβαλώντας την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' αλυσίδες στα χέρια
μην προφταίνοντας να πιάσουμε φιλία μ' ένα δέντρο ή μ' ένα παράθυρο
πάντα μ' αλυσίδες στα χέρια
γιατί είμαστε κάτι άνθρωποι έτσι απλοί
κάτι κεφάλια αγύριστα
που ποτέ δεν ξεμάθαμε ν' αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
Περάσαμε πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο,
πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκκαλά τους
πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί δεν περπατάνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τις νύχτες στον ύπνο τους
πολλοί δεν έχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δεν μπορούνε πια να δουν
πως σεργιανάει ένα σύγνεφο την τριανταφυλλιά θλίψη του στην ευγένεια των βραδινών νερών
πολλοί δεν μπορούνε πια να καταλάβουν τη φωνή της μάνας τους-
κι όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε
όπως και συ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
Εκεί, Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιο σκληρές απ' τις πέτρες
και πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας,
τούτες τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας.
Δεν ξέρω αν ήταν ουρανός - δεν ήταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι όμως, Ζολιό, πάνου σ' αυτές τις πέτρες
ακούγαμε κρυφά τα βράδια,
με τ' αυτί κολλημένο στην πληγή μας,
ακούγαμε να σεργιανάει η λευτεριά κ' η ειρήνη.
Βέβαια, Ζολιό, κάπου θα υπήρχε ο αποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τη μαργαρίτα του πόνου απ' τη λύπη του κόσμου,
και βέβαια θα υπήρχε - δε βλέπαμε.
Απ' όλες τις μεριές ήμασταν κλειδωμένοι
από παντού μας με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού μέσα σ' αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος - μας κοίταζε -
απάνου σ' όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει; Αλτ, τις ει;
Δεν ήταν τίποτα
μονάχα ο φόβος τους
δε βλέπαν τίποτα
μονάχα τον ίσκιο τους -
όμως εμείς το ξέραμε, Ζολιό,
κάτου απ' τις μαύρες καμάρες που άνοιγαν οι φωνές τους
έρχονταν να μας ανταμώσουν συνωμοτικά
η λευτεριά κ' η ειρήνη.
Ζολιό,
ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό να ξημερώνει και να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
ήταν πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν πικρό να νυχτώνει δίχως να 'χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου
ήταν πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου
ήταν πικρό να 'ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις
γιατί αγαπάς τη λευτεριά και την ειρήνη.
Οι νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σαν όταν δε σ' αφήνουνε να πεις την αλήθεια
και το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας
κι όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
και μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος -
δε λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε για μας
μα πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβάμε,
να κοιμόμαστε με τις αρβύλες μας
να μην έχουμε νερό στην κάψα του μεσημεριού
να μην έχουμε γράμματα στην παγωνιά της νύχτας
να μην μπορούμε να ακούσουμε τη σιωπή
ανάμεσα σε δυο λόγια
ανάμεσα σε δυο χέρια που σφίγγονται
τη σιωπή λίγο πριν απ' τον ύπνο
τη σιωπή λίγο πιο ύστερα απ' τον έρωτα
τη σιωπή όταν κλείνει ένα παντζούρι στη βροχή
τη σιωπή όταν ανοίγει ένα λουλούδι
όταν ανάβουμε τη λάμπα και δε λείπει κανένας
όταν σβήνουμε τη λάμπα και λέμε "καληνύχτα"
τη σιωπή ύστερ' απ' τα χειροκροτήματα
εκείνη τη βαθιά, στοχαστική σιωπή
που σχεδιάζει με το δάχτυλο στο χώμα την ευτυχία του κόσμου
ύστερ' απ' την παρέλαση της λευτεριάς και της ειρήνης.
Ζολιό, μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας
γιατί αγαπάμε τούτες τις γριούλες μας ελιές
με τα σταχτιά τσεμπέρια τους και το ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί αγαπάμε τα βασανισμένα αμπέλια μας με το θυμό τους και τη λύπη τους
ετούτα τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδι τα φτωχά
κατώφλια μας και τα νυχτέρια μας
ετούτες τις πορτοκαλιές που ανάβουνε τα κίτρινα φανάρια τους
πάνου από τα σκυμμένα μέτωπα
ετούτα τα πλατάνια που κρατάν στους ώμους τους τον ήλιο και
τα χρόνια και τα καριοφίλια
ετούτα 'δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.
Μας κυνηγάνε, Ζολιό, γιατί δε θέλουμε
να βλαστημάν το χώμα μας οι ξένες μπότες
γιατί δε θέλουμε, Ζολιό, να 'ναι η πατρίδα μας
έξω απ' τη λευτεριά και την ειρήνη.
Τώρα όσο πάει λιγοστεύουν οι καρέκλες γύρω στο τραπέζι του σπιτιού μας
κ' είναι λυπημένες οι καρέκλες πάνου απ' τον ίσκιο τους,
όταν βραδιάζει είναι μονάχες οι καρέκλες
κ' η φοινικιά είναι μονάχη στην αυλή του σπιτιού μας
βρέχει τη μοναξιά της πάνου στο χώμα
κ' η μάνα μας είναι πιο μονάχη
όταν πλέκει τα τσουράπια κείνου του λείπει
και δεν ξέρει κείνος που λείπει είναι σκοτωμένος
και καμιά γειτόνισσα δεν έρχεται να νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβούνται οι άνθρωποι τις μανάδες των ηρώων
(είδες, Ζολιό, πώς καταντήσαν τους ανθρώπους;)
μονάχα απ' το περβάζι του παράθυρου
σκύβουν να την καλησπερίσουν
οι δυο κουμπάρες της: η λευτεριά κ΄ η ειρήνη.
Ζολιό, εδώ πέρα κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη
και το θάνατο πολύ εύκολο.
Κι όμως ποτέ δεν πεθαίνει εύκολα κανένας.
Ξέρεις εσύ πόσο στοιχίζει στον κόσμο ακόμα ένα άδειο κρεβάτι
δυο άδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου απ' το κρεβάτι
ο ήλιος που μπαίνει τ' απόγευμα στο σπίτι από το δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας το σακάκι του νεκρού που κρέμεται ακόμα στον τοίχο,
εσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στον κόσμο να σκοτώνονται
κείνοι που αγάπησαν τη λευτεριά και την ειρήνη.
Είναι σκληρή εδώ η ζωή -
πάντα έτσι γίνεται όπου οι νεκροί πληθαίνουν.
Ανάμεσα απ' τη σκαλωσιά μιας κρεμάλας
κοιτάμε τον ουρανό.
Αυτά είναι τα παράθυρά μας.
Κι ωστόσο είναι να κλαις από χαρά , Ζολιό -
για δες πως φέγγει ο ήλιος -
ανάμεσα από τούτα τα παράθυρα μια λυγαριά περνάει το χέρι της -
μας χαιρετάει,
μας χαιρετάει όλη η ζωή - κ' είναι να κλαις από χαρά χαϊδεύοντας
ετούτο το αργασμένο, το ιδρωμένο χέρι που σου απλώνει ο κόσμος.
Ζολιό, πώς φέγγει ο ήλιος!
Θαρρώ πως τούτο γίνεται
γιατί αγαπάμε κάθε μέρα πιο πολύ
όπως και 'σύ, τη λευτεριά και την ειρήνη.
Εδώ οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,
-ούτε στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού καψαλιασμένες τρύπες
παντού καπνισμένα δοκάρια,
από παντού μπαίνει ουρανός.
Κ' είναι παράξενο, Ζολιό, - δεν είναι; -
να βλέπεις ανάμεσα σ' αυτές τις τρύπες
να περνάνε τα σύγνεφα και τα χρόνια
να περνάνε τα πουλιά και τα δειλινά
ν' ανάβουν και να σβήνουν τ' αστέρια
ανάμεσα από τούτα τα μαύρα δοκάρια.
Είναι παράξενο να υπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
και να κοιτάς τον ουρανό μες από τα καμένα σπίτια
και πιο παράξενο να 'ναι τόσο γαλάζιος ο ουρανός
πάνου από τόσα καμένα σπίτια.
Κι όμως παράξενο καθόλου, μες απ' τα γυμνά πλευρά
να φέγγει την καρδιά μας τόση λευτεριά και ειρήνη.
Κάθε μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε η γη μας τάφους, αδελφέ μου,
δεν έμεινε μια σπιθαμή στη γη μας
να φυτέψουμε τριαντάφυλλα
να παίξουν τόπι τα παιδιά
να φιληθούν δυο αγαπημένοι.
Μα πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου απ' τους τάφους μας, Ζολιό
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Πολύν καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με το θάνατο,
ψειρίσαμε στα γόνατά μας το θάνατο
όπως ψειρίσαμε τη φανέλα μας
κι ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ' το ψωμί που μοιραστήκαμε με το θάνατο
γι' αυτό και τα λόγια μας είναι άβολα
γι' αυτό κ' είναι πικρό το στόμα μας
που δεν μπορέσαμε ακόμα να φιλήσουμε στο κούτελο
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Λίγο - λίγο γδυθήκαμε απ΄ όλα τα στολίδια
μείναμε μόνο με τη γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου απ' τις βρισιές και τα μαστίγια
σκάβοντας με τα νύχια μας τη νύχτα
για ν' ανοίξουμε μια τρύπα στο φως
μαύροι απ' το κάρβουνο της νύχτας
μαύροι σαν τους αδελφούς μας τους Μαύρους
σαν τους αδελφούς μας ανθρακωρύχους
με μια λάμπα μονάχα κρεμασμένη στη ζώνη μας
μ' ένα κόκκινο αστέρι μονάχα στην καρδιά μας
φωτίζοντας το δρόμο μη σκοντάψει
η λευτεριά κ' η ειρήνη.
Αγαπημένε μου Ζολιό,
έχω καιρό ν' ακούσω ένα αστέρι
να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για να φυτέψει ένα λουλούδι.
Σκληρή η ζωή μάς στάθηκε, Ζολιό,
να 'μαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο
και να μην έχουμε μια θύμηση από ήλιο,
να 'μαστε πλάι στη θάλασσα
και να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται,
να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας,
ένα βαμένο αμπέχωνο, μια καραβάνα, ένα παγούρι,
τον καημό μας, τον καημό των δικώνε μας, τον καημό του κόσμου
και να μη βρίσκουμε μια θέση ν' απαγγιάσουμε
να ζυμώσουμε το χώμα με το δάκρυ μας
να φτιάξουμε σταμνιά για τα φτωχά παράθυρα
να κρυώνουν το νερό της λευτεριάς και της ειρήνης.
Πες μας, Ζολιό, πώς κοιμάται το μεσημέρι
ανάμεσα στα στάχυα και τις παπαρούνες,
πώς κατεβαίνει η γαλήνη το βράδι απ' το βουνό
(λέω, θα 'ναι τα μαλλιά της νοτισμένα απ' τ' αστέρια),
πώς λυγίζει ένα κλωνάρι στη μέση της αυγής,
πώς είναι τα χέρια της μητέρας
όταν διπλώνει τις πετσέτες ύστερ' απ' το δείπνο,
πώς είναι ο ίσκιος της αδελφής πάνου στον τοίχο
όταν σιμώνει στη λάμπα να περάσει την κλωστή στη βελόνα
και να μπαλώσει αιωπηλά τη λύπη του σπιτιού μας;
Πες μας, Ζολιό, πώς είναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, όλα τα ξεχάσαμε
κι όλα μαζί τα βρήκαμε μέσα σε μια βουή από φως
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τη λευτεριά και την ειρήνη.
Αλήθεια, δε θυμόμαστε
πώς χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ' τ' άσπρο σεντόνι
- δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Είναι δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και το βήμα του καλοκαιριού στ' ακρογιάλι,
είναι δύσκολο ν' ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο - σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες
σαν έχεις δει τ' αστέρια σα σκουριασμένα κουμπιά στα χιτώνια
των εκτελεσμένων
σαν έχεις δει τα φορεία ν΄ ανηφορίζουν τη νύχτα
σαν έχεις δει τη νύχτα να μη λέει "αύριο"
σαν έχεις δει πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πως γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς
πως μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά
πολύ απλά
πολύ σίγουρα
πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί
κι άλλοι να τρώνε το ψωμί
πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια
και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,
μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης
μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του
να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα
κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -
απλά πράματα
- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,
απλά πράματα λέμε
πολύ απλά τα λέμε
πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ζολιό, πολύν καιρό είχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μην ξέροντας κάθε φορά από πού βγαίνει ο ήλιος
νιώθοντας ξένο το χέρι τού αγέρα πάνου στο χέρι μου
νιώθοντας ξένο το στόμα της στάμνας στο στόμα μου
δίχως να κόβω τα γένεια μου
δίχως να γράφω στίχους -
ξέμαθα πια, Ζολιό, να γράφω στίχους
έμαθα μονάχα να γράφω τούτες τις δυο λέξεις
λευτεριά και ειρήνη.
Ζολιό, το ξέρω, τα τραγούδια μου
είναι χοντροκομένα κι απελέκητα,
φοράνε χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου
με πολλές αράδες καρφιά για ν' αντέχουν στα κατσάβραχα
καθώς ανηφοράνε όλο το θάνατο
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ναι, σα χωριάτης είναι το τραγούδι μου
με μπαλωμένο βρακί
με σκισμένο πουκάμισο
με το χώμα σφηνωμένο στα νύχια του
με το πρόσωπο σκαμένο απ' την αλμύρα και τον ήλιο
απ' τον καημό κι απ' την ελπίδα κι απ' την αγάπη
και μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στ' αυτί του
- κοίτα πως σφίγγει ο στίχος μου μέσα στα δάχτυλά του την καρδιά μου
όπως σφίγγει ο χωριάτης το σκούφο του
μπαίνοντας κι αυτός στο Συνέδριό σας
μπαίνοντας για να πει κι αυτός δυο λόγια
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Μα αυτού μέσα, Ζολιό, είναι τ' αδέρφια μας,
είναι τ΄ αδέρφια μας που τ' ανταμώσαμε στην ίδια πίκρα
όταν μασούσαν μια μπουκιά ψωμί μπροστά στο γκρεμισμένο σπίτι τους
όταν βάζαν στο γυλιό τους το μωρό τους και τις σφαίρες τους
και πολεμούσαν για την ειρήνη
όταν ψάχναν στις στάχτες της πυρκαϊάς να βρουν το πόμολο
τής πόρτας τους και τα χνάρια της ζωής τους,
γι' αυτό δε ντρέπεται ο στίχος μου
να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του
ν' αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας
όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο
απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης.
Είναι πικρή η ζωή, Ζολιό, και δεν μπορώ να τραγουδήσω
όταν πίσω απ' το στενό παράθυρο της φυλακής
πίσω απ' τα σιδερένια τετράγωνα
είναι στριμωγμένα τα πρόσωπα των αγωνιστών
κοιτάζοντας το δρόμο με τις λίγες σκονισμένες πιπεριές
ακούγοντας τη φωνή ενός παιδιού έξω απ' το φούρνο
και τη θλιμένη φυσαρμόνικα του δειλινού πίσω απ' τους λόφους.
Μακριά σφυράει το τραίνο της Λαρίσης - μες στο σφύριγμά του
κουβαλάει τη μυρωδιά των θερισμένων κάμπων της Θεσσαλίας.
Αχ, έξω να βραδιάζει αργά ένα βράδι ελληνικό όλο διαφάνεια,
φώτα ν' ανάβουν στις υπαίθριες μπυραρίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας
-στον αγέρα
μια μυρωδιά τηγανητής μαρίδας και ροδάκινου-
Κι ακόμη αυτά τα πρόσωπα να μένουν στριμωγμένα πίσω από τα κάγκελα
κόβοντας ένα κλωναράκι αστέρια να μυρίζουν στον ύπνο τους,
ν' ακούν τη δύναμη τους άνεργη να σκάβει τα πλευρά τους
ν' ακούν το βήμα του δεσμοφύλακα στο διάδρομο
ν' ακούν το μεγάλο κλειδί να στρίβει στην πόρτα
κι όλο να περιμένουνε τη λευτεριά και της ειρήνη.
Θα ξέρεις βέβαια, Ζολιό, για το Μανώλη Γλέζο
-α, πώς να σου το πει το στόμα μου, Ζολιό,
όταν περνούσε με τα δυο του χέρια στις τσέπες τού παντελονιού
τα σοκάκια της Πλάκας,
ωραίο παιδί χαμογελώντας στ' όνειρο τού κόσμου πάνου απ' τις
οροσειρές της δυστυχίας
όταν σκαρφάλωνε τα βράχια της Ακρόπολης
σφίγγοντας μες στις δυο νεαρές γροθιές του
την οργή όλων των λαών και την ελπίδα τους
όταν κάτου από τ' ανοιχτά ρουθούνια των πεινασμένων πολυβόλων
έσπαγε με τις δυο γροθιές του τον κυρτό σταυρό
έσπαγε με τις δυο γροθιές του όλα τα δόντια του θανάτου -
Και, να που χρόνια τώρα
ο Μανώλης ο Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει το φως πίσω απ' τα σίδερα
κι ακόμη με τα δυο του χέρια, σημαδεμένα από τις χειροπέδες,
σκουπίζει τα κλαμένα μάτια τού κόσμου
σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπο
της λευτεριάς και της ειρήνης.
Έμαθες τίποτα, Ζολιό, για τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Την ώρα που την παίρναν για να τη σκοτώσουν
είχε πλυθεί κ' είχε φορέσει τα καλά της
είχε βάψει μονάχη τα παπούτσια της
κ' είχε ένα φαρδύ χαμόγελο πίσω απ' τις ρυτίδες της
όπως είναι το λιόγερμα πίσω απ' τα κυπαρίσσια του χωριού της.
Έβγαλε από τον κόρφο της το μαύρο της μαντήλι
και χόρεψε στο προαύλιο της φυλακής "έχετε γεια βρυσούλες",
"έχετε γεια", η γιαγιά - Βαγίτσα χόρεψε
ανεμίζοντας το μαύρο μαντήλι της.
Ζολιό, την είδες τη γιαγιά - Βαγίτσα;
Δεν μπορεί, θα την είδες, Ζολιό,
την ώρα που χόρευε πιασμένη απ' το χέρι
της λευτεριάς και της ειρήνης.
Είναι όμορφος ο κόσμος, Ζολιό,
α, ναι, είναι όμορφος ο κόσμος
όταν η γιαγιά - Βαγίτσα ανεμίζει το μαύρο μαντήλι της
κάτου απ' τη μύτη του Χάροντα -
τόσο όμορφος ο κόσμος που μπορούμε να πεθάνουμε
κρατώντας το μαντήλι της γιαγιά - Βαγίτσας και χορεύοντας
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Κ' η Μαρία Λεοντίδου, αδελφέ μου,
η παραδουλεύτρα,
που συγύριζε ξένα σπίτια και σπίτι δεν είχε
που 'πλενε τα ξένα ρούχα και δεν είχε πουκάμισο
κ' είχε δυο χοντρά χέρια
δυο χέρια από καημό και σίδερο
δυο χέρια βασανισμένα απ' τον πικρό μόχτο
δυο χέρια σα δυο καμένα δέντρα στο λιοβασίλεμα
- τη σκότωσαν, Ζολιό, τη Μαρία
μα λέω που μεθαύριο θα μπουμπουκιάσουν τα χέρια της
μέσα στη λευτεριά και στην ειρήνη.
Ζολιό, η Μαρία είχε μάθει
όπως και 'μεις πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί,
γι' αυτό, λίγο προτού πεθάνει,
έδεσε τα χοντρά της χέρια στην καρδιά της
κοίταξε απ' τη μεριά που βγαίνει ο ήλιος
κ' είπε:
"αν είναι να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι
έτσι που δεν το χόρτασα ποτές μου εγώ
ας πάω κ' εγώ -
μονάχα να χορτάσει ο κόσμος το ψωμάκι".
Τι λες, Ζολιό, δε θα ξαναβρούμε τη Μαρία
να κρατάει μες στα χοντρά της χέρια μια μεγάλη σκούπα
πρωινές αχτίνες
και να σκουπίζει τα πλατιά πεζοδρόμια του μέλλοντος
ή να κρατάει μια θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, που θα γιορτάζουμε
τη λευτεριά και την ειρήνη;
Πήρε τ' αυτί σου τίποτα, Ζολιό,
και για την άλλη μας γιαγιά τη Μαμαλίνα;
Η γιαγιά Μαμαλίνα
είναι μια γριούλα ενενήντα χρονώ
έχει δυο δεντράκια ρυτίδες γύρω στα μάτια της
έχει μια μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
και μιαν αυλακιά περηφάνεια ανάμεσα στα φρύδια
σαν ένα καμπαναριό ανάμεσα στα σύγνεφα.
Το 'να της το παιδί σκοτώθηκε στην Αλβανία
τ' άλλο της τής το σκότωσαν οι Γερμανοί
τ' άλλο της το 'στησαν στον τοίχο τις προάλλες,
κ' η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ισόβια
γιατί αγαπούσε η καψερή
όπως κ' εγώ κι όπως κ' εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Τώρα η γιαγιά - Μαμαλίνα
μες στο κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια για τους πεθαμένους
πλέκει μια μάλλινη χωριάτικη φανέλα για τον κόσμο που κρυώνει
πλέκει ένα κόκκινο σκουφάκι για την Άνοιξη.
Α, δεν το βάζει κάτου η γιαγιά - Μαμαλίνα,
η γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στο μπρίκι της το καφεδάκι της -αν έχει-
κι απ' το ίδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ζολιό, θα 'χα χιλιάδες τέτοια να σου πω
μα δε με παίρνει η ώρα.
Ζολιό, είναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
που οι νύχτες μας περνούν σκυφτές κάτου απ' τ' αστέρια τους
όπως περνούν οι εργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μες απ' τις τρύπες πέφτουνε στο δρόμο φούχτες τ' άστρα-
δε μας παίρνει ο καιρός να μαζέψουμε τούτο το στάρι
να φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
να τ' αραδιάσουμε στο μεσιανό δοκάρι του κόσμου,
-δε μας παίρνει η ώρα, Ζολιό,- μάς κυνηγάνε,
και βιάζουμε να σου στείλω το γράμμα μου
γιατί δεν ξέρεις αύριο τι γίνεται
γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται στη χώρα μας
για 'κείνον που λέει την αλήθεια
γι' αυτόν που βιάζεται να χαιρετήσει
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ζολιό,
θα 'θελα ακόμα να σου εξομολογηθώ
πως τα βράδια που αρχίζει ο ουρανός να μας γνωρίζει
κ' η Μεγάλη Άρκτος στέκεται έξω απ' την αυλόπορτα της σιγαλιάς
μένουμε ώρες με το δάχτυλο ξεχασμένο στην κουμπότρυπα της λύπης
να συλλογιόμαστε τον κόσμο και τα βάσανά του
ένα βιβλίο που απόμεινε μισοδιαβασμένο
ένα τραγούδι που κόπηκε στη μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μια τσατσάρα που απόμεινε μονάχη σ' ένα κλεισμένο σπίτι
μια ξυριστική μηχανή και το σαπούνι πάνου στο νιφτήρα
και 'κείνον που δεν έχει ανάγκη πια να ξυριστεί-
Αχ, έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και να θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
που δεν μπορούμε πια να 'μαστε θυμωμένοι
που δεν μπορούμε να μισούμε όσους μάς κάναν το κακό
-βλέπεις η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ' το μίσος-
και πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη-
να σφίξει και του εχτρού μας την παλάμη
κι όχι που κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι όχι που ξερροζιάσανε τα χέρια μας
μα είναι γιατί αγαπάμε, όπως και 'συ,
τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ζολιό,
πολλοί θα βάζαν την υπογραφή τους κάτου απ' το γράμμα μου
όμως δεν ξέρουν γράμματα
θα 'βαζαν μονάχα ένα σταυρό
σαν τους χωρικούς τού Μπονίκρο,
μα τούτοι που δεν ξέρουνε να βάζουν την υπογραφή τους
ξέρουν να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη
και 'γω υπογράφω για όσους ξέρουν
να βάζουν όλη την καρδιά τους
για τη λευτεριά και την ειρήνη.
Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ' όλα μας τ' αδέρφια
πως είμαστε 'δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ' άλλο, αδέρφια μου,
παρά μονάχα, να, γιατί και 'μεις όπως και 'σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ' το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα 'ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή
να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων
να μην κοιμούνται κάθε βράδι τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.
Και πού θα πάει, Ζολιό; -θα λυώσουμε μια μέρα τις οβίδες
να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά
κ' ένα άγαλμα Άφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας
στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ' τα γιαπιά
κάτου απ' τ' ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων
που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα
για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης
και θ' απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών
για το χαρούμενο έρωτα
για τους υδατοφράχτες
και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.
Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια
μα να 'ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου
κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα
η μάνα μας η Λευτεριά κ' η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη.
~
(Από την ποιητική συλλογή: "Αγρύπνια") Άη - Στράτης, Νοέμβρης 1950